Από τα πρώτα θέματα που διάβασα στην retromania ήταν αυτό! Δεν λέω κάτι πρωτότυπο με το να προσθέσω κι εγώ ότι την θεωρώ την καλύτερη, αρτιότερη ελληνική σειρά.
Ούτε μπορώ να σκεφτώ να συμπληρώσω κάτι μετά τα εμπεριστατωμένα posts που έχουν προηγηθεί και ιδίως αυτά του pan
.
Θα διαφοροποιηθώ μόνο ως προς τον θαυμασμό για το βιβλίο. Τα έργα του Αθανασιάδη τα θεωρώ, πώς να το πω τώρα;, μέτρια #) . Με υψηλούς στόχους (φιλοσοφικές αναλύσεις, περιγραφές εποχών και "γενιών") που, προσωπική μου άποψη, δεν του βγαίνουν. Φλύαρα θα τα έλεγα :xm:
Για την "αίθουσα του θρόνου" θα μπορούσα να μιλάω ώρες ατέλειωτες
. Θα περιοριστώ σε κάποιες λεπτομέρειες που συγκράτησα στις σκηνές Λουκά - Γλαύκης και που μου φάνηκαν να απογειώνουν το παίξιμο των ηθοποιών.
1. Ο Λουκάς αγριεύει
. Στο λιμάνι όπου έχουν πάει να χαιρετήσουν, αυτός τον θείο του που φεύγει άρρωστος στην Αθήνα με τον Παντιά κι εκείνη τη θεία της. Του κρατάει μούτρα γιατί ακύρωσε τις συναντήσεις τους τις τελευταίες μέρες. Της δίνει κάποιες εξηγήσεις (τις γνωστές του Λουκά "δεν ήμουν ο εαυτός μου, δεν ήθελα να με δεις έτσι") και ακολουθεί η ερώτηση που της κάνει συχνά στο έργο. "Καταλαβαίνεις;". Συνήθως η Γλαύκη απαντούσε ένα γλυκό και θλιμμένο "ναι". Τώρα λέει ένα "ναι" ειρωνικό κι όταν ο Λουκάς τη ρωτάει με χαρά "αλήθεια;" του πετάει ένα υπέροχο και τσαντισμένο "όχι" (του στυλ "αμάν επιτέλους με τη δυσκολία σου"). Λίγα δευτερόλεπτα μετά στρέφει να φύγει και ο Λουκάς την αρπάζει από το μπράτσο :flower: . Ίσως η πιο διεκδικητική κίνηση του Λουκά στη σειρά. "Πρέπει να μιλήσουμε". Του τινάζει το μπράτσο "να μιλήσουμε. Εγώ εδώ γύρω θα είμαι ... προς το παρόν (προειδοποίηση "κι αν καθυστερήσεις, μ' έχασες")".
2. Ο Λουκάς σκληραίνει
. Έχει εξαφανιστεί μερικές μέρες από τις Σπαθιές όπου τον περιμένει η Γλαύκη. Εμφανίζεται ένα βράδυ και την πετυχαίνει να έχει κατέβει στην κουζίνα ενώ τον απέφευγε όλο το απόγευμα. Ο διάλογος που ακολουθεί τελειώνει με μια εξοργισμένη Γλαύκη να μην συγρκατείται
-Ώστε έτσι ε; Έχεις εξαφανιστεί τόσες μέρες, κάθομαι εδώ και σε περιμένω και δεν μου χρωστάς τίποτα.
-Δεν σε κάλεσα εγώ. Η Φιλιώ σε κάλεσε.
Το πρόσωπο του Λεμπεσόπουλου δείχνει όλη την σκληρότητα, αυτό της Ναυπλιώτου όλο το σοκ. Έτοιμη να βάλει τα κλάματα λέει ένα "σωστά" και εξαφανίζεται τρέχοντας στις σκάλες.
3. Η Γλαύκη γίνεται έφηβη
. Ενώ έχει φύγει από τις Σπαθιές, αποφασίζει να τον συναντήσει. Το αφήνει όμως στην τύχη. Κυριολεκτικά. Παίζει κορώνα - γράμματα το αν θα τον πάρει τηλέφωνο, κοιτά μ' αγωνία το αποτέλεσμα, φιλάει το νόμισμα που ικανοποίησε την επιθυμία της, καλεί το νούμερο, "σε παρακαλώ, σήκωσέ το, σε παρακαλώ, σήκωσέ το" και, όταν η συνάντηση κανονίζεται, η κάμερα δείχνει πότε τον έναν και πότε τον άλλον, η μουσική παίζει πολύ ταιριαστά, η Γλαύκη πέφτει στο κρεβάτι χαμογελώντας "Γλαύκη δεν σε βλέπω καθόλου καλά".
Και για μένα μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές του έργου, αυτή της πρώτης συνάντησης και της συζήτησης στη στέρνα.
-Γιατί εμένα;
-Μα γιατί τον είδατε, του μιλήσατε. Από τις μνήμες σας μπορώ ν' αναπαραστήσω εικόνες. Όποιος τον συνάντησε έχει για μένα ιερότητα.
Τα μάτια της υγρά, το βλέμμα του Λεμπεσόπουλου ανεξιχνίαστο. Και κοιτάει το προφίλ της σφίγγοντας τα χείλη όσο αυτή μιλάει για ένα ποιήμα του Έλιοτ που "μιλάει για έναν που είναι ογδόντα χρονών και δεν έχει μέλλον".
Αυτό πάντοτε μου έκανε ως προάγγελος της σκηνής στη σπηλιά που ο Λουκάς της λέει
-Στην ηλικία σου; Πετάς παντού σπόρους.
-Κι αν πέφτουν σε άγονο έδαφος; Κι αν εγώ είμαι το άγονο έδαφος;
Χριστέ μου! Τι καταπληκτική σειρά! Τι υπέροχο σενάριο! Τι ανεπανάληπτες ερμηνείες!