Την δεκαετία του 1930 η Κέρκυρα βρισκόταν σε παρακμή. Θυμόταν τα παλιά της μεγαλεία (πολύυυυ παλιά όμως, το φόρτε της Κέρκυρας και των Επτανήσων γενικότερα ήταν πριν την ένωση με την Ελλάδα). Χρήμα δεν κυκλοφορούσε ακριβώς. Απλώς υπήρχε ακόμα έντονη η κοινωνική διαστρωμάτωση των κόντηδων και των ποπολάρων. Οι πρώτοι και μόρφωση είχαν και τρόπους και τουπέ (στα σίγουρα). Οι δεύτεροι φτώχια να φάνε κι οι κότες... Εννοείται ότι οι κόντηδες αναλογικά με την φτωχολογιά ήταν σταγόνα στον ωκεανό. Τα πράγματα αλλάξανε μεταπολεμικά, με την έκρηξη του τουρισμού που το κάθε χωραφάκι του κάθε ψαρά έγινε ξενοδοχείο κι ο γιος του ψαρά επιχειρηματίας.
Ε! Σκάει μύτη ο Εγγλέζος της εποχής που και περισσότερους αριστοκράτες είχε στην χώρα του από τους Κορφιάτες κόντηδες και η δικιά του η φτωχολογιά ψοφολογούσε πλέον υποφερτά και σίγουρα ο περιβάλλων χώρος ήταν πιο προσεγμένος. Αν μη τι άλλο στην Αγγλία του 30΄ περισσότεροι δρόμοι είχαν πλακόστρωτο, περισσότερα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν, περισσότερα σπίτια είχαν ηλεκτρικό ρεύμα και τρεχούμενο νερό. Βάλε και την βρετανική αίσθηση ανωτερότητας (νομίζω ότι ακόμα και σήμερα οι Βρετανοί απ' όλη την Ευρώπη τους Γάλλους μόνο λίγο υπολογίζουν ως πιο εκλεπτυσμένους και τους Γερμανούς ως πιο δυνατούς αλλά ποτέ δεν θα το ομολογήσουν και τους μεν Γάλλους θα κοροϊδεύουν ως άχρηστους κομψευόμενους, τους δε Γερμανούς ως άξεστους μουντρούχους) κι έδεσε το γλυκό!
Σκέψου όμως
αριάδνη μου τι άποψη θα είχε κι ένας Έλληνας αν έπρεπε να ζήσει π.χ. στην Αίγυπτο ή στην Ινδία; Δεν θα πήγαινε με μια βαλίτσα προκαταλήψεις για τους αμόρφωτους, πειναλέους ιθαγενείς που θα συναντούσε; Ποια Αίγυπτο δηλαδή και ποια Ινδία; Στην Σλοβενία ή στην Λευκορωσία να ζούσε, πάλι με μια αίσθηση ανωτερότητας θ' αντιμετώπιζε τα πάντα. Είναι αστείο να βλέπεις ο κάθε λαός σε ποιο σκαλοπάτι "ανωτερότητας" έχει τοποθετήσει τον εαυτό του απέναντι σε άλλους. Και "κατωτερότητας" βέβαια. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...
ΥΓ.Στις σπουδές μου είχα έναν συμφοιτητή από το Τόγκο! Μάλιστα, από το Τόγκο, δυτική Αφρική, δίπλα στην Γκάνα, αν αναρωτιέστε. Όταν μου το πρωτόπε πρέπει να πήρα ύφος δέκα καρδιναλίων και σχεδόν να περίμενα να τον δω να φοράει φουστίτσα από άχυρα. Ο άνθρωπος βέβαια είχε πολλαπλάσια μόρφωση από την δική μου, ο πατέρας του ήταν γιατρός, η μητέρα του βιολόγος κι όταν μου έδειξε φωτογραφίες του σπιτιού του έψαχνα την κάτω σιαγόνα μου κάπου στα σανίδια της βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου