Είδα την φωτό με την Brigitte Bardot και τα γαϊδουράκια και μου ήρθε στο μυαλό μια ιστορία για ένα μουλάρι. Μια ιστορία που είναι πάρα πολύ παλιά και όμορφη, με happy end και πέρα για πέρα αληθινή, όπως την έζησε η θεία μου η Λέττα, η σύζυγος του μικρότερου αδελφού του μπαμπά μου όταν πρωτοπήγε νύφη στην Σκόπελο και την διηγείται στα εγγόνια της. Το ζευγάρι που είχε τo μουλάρι ήταν η μεγαλύτερη θεία μας η Τασία, αδελφή του μπαμπά μου και ο άντρας της. Έβγαλα ό,τι περιττό μπορούσα, αλλά δεν τα πολυκατάφερα να τη μικρύνω.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν αρκετά χρόνια, στο νησί που γεννήθηκε ο παππούς σας, ζούσε ένα ζευγάρι, συγγενείς του παππού. Ο μπάρμπα-Χρήστος με τη γυναίκα του, την κυρά–Τασία. Και οι δυο τους λέγανε πολύ όμορφες ιστορίες, άλλες πραγματικές κι άλλες παραμυθένιες. Εγώ, όταν τους γνώρισα ήμουν πολύ νέα, μόλις είχα παντρευτεί τον παππού σας και μ’ άρεσε πολύ να τους ακούω να τις διηγιούνται τα βραδάκια, σε κείνο το εξοχικό σπιτάκι που είχανε πάνω ψηλά στο βουνό.
Ο μπάρμπα-Χρήστος ήταν ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη φύση και τα ζώα. Είχε μεγαλώσει μέσα στο δάσος. Ο πατέρας του, ο μπαρμπα-Γιωργός, ήταν αρχιτσέλιγκας. Είχε δικά του ολόκληρα βουνά με δάση που έβοσκαν πολλά κοπάδια γίδια και αγριοκάτσικα. Ο μπαρμπα-Χρήστος από μικρό παιδί έβοσκε τα κοπάδια και ήξερε όλα τα μυστικά τους. Ήταν και μεγάλος καλλιτέχνης. Ήξερε να σκαλίζει το ξύλο με υπομονή και μαεστρία και να φτιάχνει φλογέρες και γκλίτσες υπέροχες, γεμάτες σχέδια και παραστάσεις.
Όταν μεγάλωσε και παντρεύτηκε ο μπάρμπα-Χρήστος, άνοιξε ένα εστιατόριο στο χωριό, αλλά δεν έπαψε να ασχολείται με το δάσος που κληρονόμησε από τον πατέρα του και το κοπάδι με τα γίδια του. Για να πάει στα χτήματά του, ψηλά στο βουνό, δεν υπήρχε δρόμος μεγάλος, παρά μόνο στενά μονοπάτια μόνο για τα ζώα. Είχε λοιπόν ένα άλογο για να μεταφέρει ό,τι ήθελε. Ένας γείτονάς του που είχε χτήματα δίπλα στα δικά του, είχε αγοράσει ένα μουλάρι για μεταφορικό μέσο.
Αυτό που λέτε, το μουλάρι του γείτονα, ήταν πολύ ζωηρό και ατίθασο. Δεν μπορούσαν να το κάνουν ζάπι με τίποτα. Δεν άκουγε κανέναν. Τα είχε χρειαστεί ο γείτονας, μέχρι και ξύλο του έδιναν, αλλά αυτό δεν πειθαρχούσε σε κανέναν. Κλωτσούσε με τα πίσω πόδια του όποιον τον πλησίαζε. Είδε κι απόειδε ο γείτονας και φώναξε τον μπάρμπα-Χρήστο και του είπε:
- Κυρ-Χρήστο, δεν αντέχω άλλο μ’ αυτό το μουλάρι, πιο παλαβό ζώο δεν έχω ματαδεί. Στο χαρίζω και δεν θέλω λεφτά. Πάρτο και κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Εγώ αν το κρατήσω, θα το σκοτώσω από το πολύ ξύλο.
Έτσι λοιπόν, ο μπαρμπα-Χρήστος πήρε το μουλάρι και του έδωσε το όνομα «Γαλιάντρα» που πάει να πει ζωηρή, φλύαρη, που δεν βάζει γλώσσα μέσα της. Έτσι ξεκίνησε ο αγώνας του να ημερέψει την Γαλιάντρα. Την πήγε σε ένα μικρό χτήμα που είχε στην άκρη του χωριού και την επισκεπτόταν κάθε μέρα. Στεκόταν στην αρχή από μακριά και της μιλούσε γλυκά.
Της έβαζε φαγητό στο παχνί και τη άφηνε ελεύθερη να σεργιανάει στο χτήμα. Σιγά-σιγά την πλησίαζε, τη χάιδευε στην πλάτη και στο κεφάλι και της μιλούσε με ψιθυριστή φωνή, της τραγουδούσε, της διηγιόταν ιστορίες, σαν να ήταν παιδί του.
Η Γαλιάντρα τον κοιτούσε λοξά με κείνα τα ολοστρόγγυλα πελώρια μάτια της και τον άφηνε να της σκουπίζει το καφετί δέρμα της από τον ιδρώτα. Μήνες πέρασαν για να πειστεί πως το καινούργιο της αφεντικό την αγαπούσε πραγματικά. Τον εμπιστεύτηκε και τον άφησε να της βάλει χαλινάρι. Ήταν το πρώτο και μοναδικό αφεντικό της που δεν τον κλώτσησε ποτέ. Μόνο από αυτόν έπαιρνε διαταγές. Σιγά –σιγά άφησε και τη γυναίκα του να το καβαλικέψει και τα εγγονάκια του το ίδιο. Εγώ την είχα καβαλικέψει για λίγο, όταν είχα πάει στο νησί νιόπαντρη με τον παππού σας. Και σας λέω για λίγο, γιατί κόντεψε να με ρίξει κάτω. Δεν με γνώριζε βλέπεις, δεν με είχε ξαναδεί. Εγώ τότε φοβήθηκα πολύ, γιατί δεν ήξερα πως να της φερθώ. Ήμουνα βλέπεις από την πόλη και δεν ήξερα από μεγάλα ζώα όπως είναι τα άλογα και τα μουλάρια.
Έτσι ξεκίνησε η μεγάλη φιλία και η αγάπη ανάμεσα στη Γαλιάντρα και στο αφεντικό της. Την έπαιρνε ο μπάρμπα –Χρήστος όταν πήγαινε στο βουνό να κουβαλήσουν τα πράγματα για τα γίδια του και γύριζαν μαζί το βραδάκι. Μέχρι που θέλησε ο γιος του να χτίσει ένα σπίτι στο χτήμα που ζούσε η Γαλιάντρα, οπότε δεν υπήρχε χώρος για το καημένο ζώο. Τον έπεισε λοιπόν να την πουλήσουν σε έναν περαστικό έμπορο ζώων. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έχασαν τα ίχνη της Γαλιάντρας. Ο μπάρμπα-Χρήστος στενοχωρήθηκε πολύ, γιατί την είχε αγαπήσει και του έλειπε. Στο εστιατόριο που είχε, δούλευε ένα γκαρσόνι που τον έλεγαν Παντελάκη. Ο Παντελάκης όταν έγινε 18 χρονών πήγε στρατιώτης και στην πρώτη του άδεια, πέρασε από το Βόλο για να πάρει το καράβι για το νησί. Εκεί που περίμενε στο λιμάνι, είδε πιο μακριά κόσμο πολύ μαζεμένο που κοιτούσε περίεργα. Προχώρησε προς τα εκεί και τι είδε λέτε; Δεμένο σε ένα δέντρο, ένα μουλάρι που κλωτσούσε όποιον τον πλησίαζε και έβγαζε αφρούς από το στόμα του. Τάχασε ο Παντελής μόλις αναγνώρισε ότι το μουλάρι ήταν η Γαλιάντρα του αφεντικού του, του μπάρμπα-Χρήστου. «Γαλιάντρα!» φώναξε και πλησίασε το ζώο. Αυτό έμεινε ακίνητο. Σταμάτησε να κλωτσάει και γύρισε προς το μέρος του. Το βλέμμα του ήταν τόσο παρακλητικό μόλις κατάλαβε ότι ήταν ο Παντελής το γκαρσόνι του αγαπημένου του αφεντικού.
Ο Παντελής πλησίασε τη Γαλιάντρα και τη χάιδεψε. Ο κόσμος που χάζευε το άγριο ζώο τα’χασε. Ήταν σαν να του είχε κάνει μάγια. Ο ζωέμπορας μόλις κατάλαβε ότι ο Παντελής γνώριζε τη Γαλιάντρα, τον παρακάλεσε να την πάρει χάρισμα, γιατί δεν άντεχε άλλο την αγριάδα της και την παλαβιά της. Πράγματι ο Παντελής πήρε τη Γαλιάντρα, τη φόρτωσε στο καΐκι που ταξίδευε για το νησί, τη σκέπασε με μία κουβέρτα, γιατί ήταν αδυνατισμένη και ταλαιπωρημένη πολύ και ταξίδεψαν 5 ώρες μέχρι να φτάσουν στο νησί. Η Γαλιάντρα είχε αποκάμει πια και έμεινε ακίνητη σε όλο το ταξίδι ζαλισμένη από τη θάλασσα.
Μόλις έφτασε το καϊκι στο λιμάνι, δίνει ξαφνικά έναν σάλτο η Γαλιάντρα και πηδάει στο μουράγιο. Απέναντι ήταν το διώροφο σπίτι του μπάρμπα-Χρήστου. Στο ισόγειο ήταν η ταβέρνα του και αριστερά μια σκάλα με 25 σκαλιά οδηγούσε στο σπίτι που έμενε. Τρέχει η Γαλιάντρα και ανεβαίνει λαχανιαστά τα 25 σκαλιά και σταματάει μπροστά στην πόρτα του αφεντικού της. Ακούει ο μπαρμπα-Χρήστος το τρεχαλητό στη σκάλα και ανοίγει την πόρτα. Μόλις αντικρίζει το αγαπημένο του ζώο, αγκαλιάζει το κεφάλι της Γαλιάντρας και κλαίει. Ποτάμι τα δάκρυα αυλακώνουν τα μαγουλά του. Το ζώο ξεθεωμένο βγάζει ένα υπόκωφο μουγκρητό και κλαίει κι αυτό. Χοντρά δάκρυα κυλούν από τα μάτια του. Η εικόνα του ζώου αγκαλιά με το αγαπημένο του αφεντικό να κλαίνε και οι δυο, θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη όλης της γειτονιάς που μαζεύτηκε από περιέργεια να δει το περίεργο θέαμα.
Δεν είχαν ματαδεί παρόμοιο συμβάν, κι ούτε νομίζω θα ξαναδούν.
Έτσι ο μπαρμπα-Χρήστος πήρε τη Γαλιάντρα και την πήγε στο βουνό στο μεγάλο δάσος όπου έβοσκαν τα γίδια του και την άφησε κοντά του, ελεύθερη, χωρίς χαλινάρι, να σεργιανάει όπου αυτή ήθελε κι επιθυμούσε, μέχρι που γέρασε η καημένη και ταξίδεψε η ψυχούλα της ψηλά, ψηλά στα αστέρια.