exetlaios
Retro PaTRi@RcH
- Joined
- 17 Mαϊ 2006
- Μηνύματα
- 4.509
- Αντιδράσεις
- 1.344
Δεν πάνε πολλές μέρες, από τότε που επισκέφτηκα ένα χωριουδάκι στην Μάνη. Ένα μικρό χωριουδάκι, σκαρφαλωμένο στο ψηλότερο σημείο ενός βουνού. Με θέα μαγευτική και με μια απόκοσμη ηρεμία. Το χωριό, είχε-δεν-είχε είκοσι σπιτάκια όλα-και-όλα.
Ξάφνου μια φιγούρα εμφανίστηκε από το πουθενά, διακόπτοντας την ησυχία. Ήταν ένας μπόμπιρας με το ποδήλατό του, που άρχισε να κάνει βόλτες στη μικρή πλατεία στην εκκλησίτσα του χωριού. O μικρός ήταν περίπου 7-8 ετών.
Αμέσως το μυαλό μου έκανε σκέψεις. Σίγουρα στην ερημιά αυτή, ο μπόμπιρας αυτός δε θα είχε ούτε κομπιούτερ με ίντερνετ, ούτε πολλούς φίλους, ούτε θα αγόραζε παιχνίδια από τεράστια παιχνιδάδικα και σίγουρα δε θα φόραγε πανάκριβα ρούχα «φίρμας». Για μια στιγμή θαύμασα την απλότητα της ζωής του, αμόλυντη από τις «ανέσεις» των μεγαλουπόλεων.
Όμως σύντομα η πραγματικότητα με προσγείωσε απότομα. Ξαφνικά ο μπόμπιρας αφήνει κάτω το ποδήλατο και βγάζει από την τσέπη του, ένα ΠΑΝΑΚΡΙΒΟ κινητό. Από αυτά που –τουλάχιστον εγώ ως μέσος μισθωτός- δεν πρόκειται να αποκτήσω ποτέ. Μάλιστα το κινητό ήταν μεγαλύτερο από την παλάμη του. Έκπληκτος τον ακούω να τηλεφωνεί στην αδελφή του : «Έλα Μαρία, είμαι στην εκκλησία. Μου έσκασε το λάστιχο. Φέρε μου την τρόμπα» ! Και το ειρωνικό είναι ότι το χωριουδάκι ήταν ΤΟΣΟ ΜΙΚΡΟ που ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να ήθελε πάνω από 2 λεπτά περπάτημα για να πάει σπίτι του να πάρει την τρόμπα ! Τελικά ο «πολιτισμός» έχει αλλοιώσει τα πάντα, σκέφτηκα.
Και φυσικά δεν μπόρεσα, να μην κάνω σύγκριση με τα δικά μου παιδικά χρόνια, τα καλοκαίρια στο χωριό. Τότε που δεν υπήρχαν κινητά. Το σπίτι μου απείχε περίπου 10 λεπτά με τα πόδια, από την πλατεία που παίζαμε. Κάθε μεσημέρι, η γιαγιά μου έβγαινε στο μπαλκόνι, έστρεφε προς την μεριά της πλατείας, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και φώναζε με όση δύναμη είχε : «Κωνσταντίνε ! Έλα σπίτι ! Φαγητό !». Μόλις άκουγα την φωνή της, απάνταγα και εγώ με μια –ακόμα δυνατότερη- φωνή : «Έεεερχομαιαιαι» !
Κυριολεκτικά μας άκουγε όλο το χωρίο. Όμως κανείς δε νοιαζότανε. Όλοι έτσι επικοινωνούσανε μεταξύ τους : Μπαλκόνια, βαθιά ανάσα και δυνατή φωνή. Μια όμορφη βαβούρα. Χωρίς την «διακριτικότητα» που παρέχουν οι πριβέ-συζητήσεις στα κινητά, αλλά με γενναία δόση αυθεντικότητας και ζωντάνιας. Και αν για κάποιο λόγο η γιαγιά ήταν χωμένη για δουλειές στο υπόγειο και δεν άκουγε, έριχνα μια τρεχάλα, και σε 5 λεπτά ήμουνα σπίτι. «Γιαγιά, θα είμαι στο σπίτι του Σταύρου, μην ανησυχείς» έλεγα λαχανιασμένος, και ξανάριχνα άλλη μια τρεχάλα να ξαναπάω στην παρέα μου. Έτσι απλά, χωρίς να με τρομάζουν οι αποστάσεις.
Τελικά έπρεπε να φτάσω 32 χρονών, για να αντιληφθώ την μαγεία που είχε ο ρετρό τρόπος επικοινωνίας !
Ξάφνου μια φιγούρα εμφανίστηκε από το πουθενά, διακόπτοντας την ησυχία. Ήταν ένας μπόμπιρας με το ποδήλατό του, που άρχισε να κάνει βόλτες στη μικρή πλατεία στην εκκλησίτσα του χωριού. O μικρός ήταν περίπου 7-8 ετών.
Αμέσως το μυαλό μου έκανε σκέψεις. Σίγουρα στην ερημιά αυτή, ο μπόμπιρας αυτός δε θα είχε ούτε κομπιούτερ με ίντερνετ, ούτε πολλούς φίλους, ούτε θα αγόραζε παιχνίδια από τεράστια παιχνιδάδικα και σίγουρα δε θα φόραγε πανάκριβα ρούχα «φίρμας». Για μια στιγμή θαύμασα την απλότητα της ζωής του, αμόλυντη από τις «ανέσεις» των μεγαλουπόλεων.
Όμως σύντομα η πραγματικότητα με προσγείωσε απότομα. Ξαφνικά ο μπόμπιρας αφήνει κάτω το ποδήλατο και βγάζει από την τσέπη του, ένα ΠΑΝΑΚΡΙΒΟ κινητό. Από αυτά που –τουλάχιστον εγώ ως μέσος μισθωτός- δεν πρόκειται να αποκτήσω ποτέ. Μάλιστα το κινητό ήταν μεγαλύτερο από την παλάμη του. Έκπληκτος τον ακούω να τηλεφωνεί στην αδελφή του : «Έλα Μαρία, είμαι στην εκκλησία. Μου έσκασε το λάστιχο. Φέρε μου την τρόμπα» ! Και το ειρωνικό είναι ότι το χωριουδάκι ήταν ΤΟΣΟ ΜΙΚΡΟ που ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να ήθελε πάνω από 2 λεπτά περπάτημα για να πάει σπίτι του να πάρει την τρόμπα ! Τελικά ο «πολιτισμός» έχει αλλοιώσει τα πάντα, σκέφτηκα.
Και φυσικά δεν μπόρεσα, να μην κάνω σύγκριση με τα δικά μου παιδικά χρόνια, τα καλοκαίρια στο χωριό. Τότε που δεν υπήρχαν κινητά. Το σπίτι μου απείχε περίπου 10 λεπτά με τα πόδια, από την πλατεία που παίζαμε. Κάθε μεσημέρι, η γιαγιά μου έβγαινε στο μπαλκόνι, έστρεφε προς την μεριά της πλατείας, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και φώναζε με όση δύναμη είχε : «Κωνσταντίνε ! Έλα σπίτι ! Φαγητό !». Μόλις άκουγα την φωνή της, απάνταγα και εγώ με μια –ακόμα δυνατότερη- φωνή : «Έεεερχομαιαιαι» !
Κυριολεκτικά μας άκουγε όλο το χωρίο. Όμως κανείς δε νοιαζότανε. Όλοι έτσι επικοινωνούσανε μεταξύ τους : Μπαλκόνια, βαθιά ανάσα και δυνατή φωνή. Μια όμορφη βαβούρα. Χωρίς την «διακριτικότητα» που παρέχουν οι πριβέ-συζητήσεις στα κινητά, αλλά με γενναία δόση αυθεντικότητας και ζωντάνιας. Και αν για κάποιο λόγο η γιαγιά ήταν χωμένη για δουλειές στο υπόγειο και δεν άκουγε, έριχνα μια τρεχάλα, και σε 5 λεπτά ήμουνα σπίτι. «Γιαγιά, θα είμαι στο σπίτι του Σταύρου, μην ανησυχείς» έλεγα λαχανιασμένος, και ξανάριχνα άλλη μια τρεχάλα να ξαναπάω στην παρέα μου. Έτσι απλά, χωρίς να με τρομάζουν οι αποστάσεις.
Τελικά έπρεπε να φτάσω 32 χρονών, για να αντιληφθώ την μαγεία που είχε ο ρετρό τρόπος επικοινωνίας !