Χε χε βλέπω συρροή στο θέμα. Ξύνει πληγές.
Αλλά όλοι πεζικάριοι είστε ρε παιδιά? Κανείς δεν υπηρέτησε στο ένδοξο ναυτικό? Για να δω τι θυμάμαι από τότε (οι εκφράσεις που θυμάμαι σε bold). Επειδή αυτά τα πράματα δεν αλλάζουν με το χρόνο υποθέτω και τώρα οι περισσότερες εκφράσεις παραμένουν. Και μου είναι αδύνατο να περιοριστώ στις εκφράσεις, φέρνουν τόσες αναμνήσεις...
Εγώ που λέτε υπηρέτησα τη μαμά-Ελλάς το 1989, στον Ναύσταθμο. Δεν έιχα
τσάτσο (γνωστό και ως
βύσμα) για να πάω εκεί, αλλά είχα ήδη διδακτορικό, ήμουν δηλαδή
...γερος, και τι να με κάνουν κοτζάμου ελέφαντα σε πλοίο? Να το βουλιάξω? Όντας αφελής, τίμιος και βλαξ δήλωσα από την αρχή την ηλικία του ελεφαντοπατρός (άνω των 70) οπότε έκανα μεν 1 χρόνο θητεία αντί 2 που ήταν κανονικά τότε αλλά στο χαμηλό βαθμό του ναύτη (1 μέρα έξω δύο μέσα και αγγαρείες) αντί κελευστάκι που θα γινόμουνα κανονικά λόγω σπουδών (1 μέσα μία έξω και πιο κυριλέ συνθήκες). Μου είπαν μετά ότι έπρεπε να μην το πω, να γίνω κελευστής με τα σχετικά προνόμια, και στον ένα χρόνο πάνω να τους πω "Ξέρετε, είμαι προστάτης, αμολήστε με". Πάλι λόγω έλλειψης τσάτσου όταν έφτασα στο ναύσταθμο η πατρίς εθεώρησεν ότι τα πτυχία μου και οι γνωσεις μου με έκαναν κατάλληλο να διοριστώ παιδί για θελήματα στη
Διεύθυνση Τεχνική (γιατί έτσι κι όχι "Τεχνική Διεύθυνση"?), με κύρια καθήκοντα φασίνα στο γραφείο των εποπτών, στήσιμο στην ουρά έξω από την καντίνα για αγορά τυροπιτών και ψήσιμο καφέδων για τα
πιλάφια (χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί που δεν είχαν σπουδές οπότε δεν έφταναν ποτέ πολύ ψηλά).
Περιέργως οι τουαλέτες δεν ήταν Καλλιόπες αλλά τουαλέτες. Και δεν καθαρίσαμε ποτέ. Ούτε ξεφλούδισα πατάτες (εκτός μια φορά στον Παλάσκα στη βασική). Τα καθαρίσματα και τα μαγειρέματα ήταν δουλειά της ΔΔ (
Διεύθυνσις Διοικήσεως, αν θυμάμαι σωστά), μόνο που εκεί κάνανε τη θητεία τους και κάποιοι του σκοινιού και του παλουκιού, με φυλακές (προ θητείας) και ξυραφιές στη μούρη, άντε να γκρινιάξεις αν δεν έκαναν τη δουλειά τους...
Όταν βγαίναμε έξω δεν είχαμε έξοδο αλλάήμασταν
εξόδου (έμαθα ότι αυτό ήταν απλοποίηση του "είμαστε στο άγημα εξόδου")
Η περίπολος που γύρναγε να δει αν οι σκοπιές και περίπολοι γίνονταν κανονικά λεγόταν "
εφοδεία" όχι έφοδος, και ήταν ο εφιάλτης μου. Περίπολο κάναμε πάντα δύο, ένας μόνιμος κελευστής (ο
υπόλογος) και ένας σκέτος ναύτης όπως εγώ, που κουβάλαγε ένα πανάρχαιο τουφέκι και ξιφολόγχη που δεν έκοβε ούτε αέρα, αλλά όχι πυρομαχικά. Αυτά κάποτε τα είχε ο υπόλογος αλλά στην εποχή μου ούτε αυτός είχε (το ναυτικό ήταν γεμάτο από τέτοια σουρρεαλιστικά, αλλά δεν είναι του παρόντος). Ειδικά στη βάρδια 12-3 ο υπόλογος με το που ξεκινάγαμε πήγαινε κάπου σε ένα γραφείο ή μηχανουργείο (εκεί που δούλευε τη μέρα) και το έριχνε στον ύπνο, ελπίζοντας ότι δεν θα τον ψάξει η εφοδεία. Και αναγκαστικά πήγαινα κι εγώ μαζί του, δεν είχα δικαίωμα να κάνω περίπλο μόνος μου φυσικά, αλλά αν μας έπιανε η εφοδεία θα έβρισκα κι εγώ τον μπελά μου. Ευτυχώς ποτέ δεν μας πιάσανε, αν και είχαμε κάποιες ανατριχιαστικές στιγμές. Υποθέτω ότι και τα μέλη της εφοδείας το έριχναν στον ύπνο εκτός αν ο αξιωματικός εφοδείας ήταν κάποιος σαδιστής.
Ένα πράγμα που ποτέ δεν έμαθα την πηγή του ήταν η έκφραση "
Στον καιρό" όταν ένα παράγγελμα ακυρωνόταν. Παραφθορά του "Άκυρον"? ή κάτι που είχε σχέση με ναυτικό? Διότι αν και στεριανοί είχαμε τη θαλασσινή ορολογία (ήμασταν "πλήρωμα" ας πούμε).
Το στρογγυλο καπελλάκι που φορούσαμε λεγόταν "
ασπιρίνη". Τα άλλα εξαρτήματα της στολής δεν είχαν περίεργο όνομα. Πάντως παρά τη γελοιότητα της επίσημης στολής εξόδου (παντελόνια φαρδιά με 5 οριζόντιες τσακίσεις και εξαιρετικά μη πρακτικό τρόπο κουμπώματος, σκοινί και μαντήλι στο λαιμό, μπελαμάνες και δε συμμαζεύεται) ή ίσως ακριβώς εξ αιτίας της γελοιότητας, τη φροντίζαμε τη στολή και ψιλοκαμαρώναμε, ενώ αν ήταν πιο κανονικά ρούχα δεν θα μας ένοιαζε. Τρέχα γύρευε.
Το τσίγκινο φλυτζάνι γενικής χρήσης που είχαμε πάρει από την πρώτη μέρα το λέγανε
τσάσκα αλλά η επίσημη ονομασία του (στη λίστα με τα περιεχόμενα του σάκκου) ήταν
κώθων (αναρωτιέμαι αν και με ποια περίεργη διαδοχή εννοιών η λέξη κωθώνι προέρχεται από τον κώθωνα).
Όσοι πέρασαν από εκεί αυτή την εποχή που λέω σίγουρα θα θυμούνται τις βάρδιες στον
Καπαμά (Κ.Π.Μ., Κέντρο Πληροφοριών Μάχης), μια αίθουσα με διάφορες ηλεκτρονικές συσκευές στο δεύτερο όροφο ενός κτηρίου. Μια φορά μόνο μου είχε τύχει να έχει έναν αξιωματικό μέσα, οπότε το έπαιξα σκοπός κανονικά (και μετά που έφευγε ο άνθρωπος με ρώτησε γιατί στεκόμουνα όρθιος και δεν είχα καθήσει κάπου). Έτσι κι αλλιώς ποτέ μου δεν κατάλαβα τι και από τι φρουρούσαμε εκεί, ούτε τι έπρεπε να κάνουμε αν βλέπαμε τούρκους κατασκόπους να έχουν φτάσει ως εκεί
. Ηταν μακρυά από το
οπλονομείο (όπου πηγαίναμε να πάρουμε όπλο, ξιφολόγχη και γκέτες) και από εκεί πήγαινα με το όπλο επ' ώμου στον έναν ώμο και ένα μπλε μικρό σακ-βουαγιάζ (κι αυτό του ναυτικού) στον άλλο. (Η ξιφολόγχη σε ζωνάρι στη μεση. Υπόλογος δεν υπήρχε). Η τσάντα περιείχε τρανζιστοράκι, βιβλία, μπισκοτάκια ή σοκολάτες ή άλλο φαγώσιμο και άλλα τέτοια απαραίτητα για έναν σωστό φρουρό. Καθόμουνα σε μια καρέκλα σε μια αίθουσα δίπλα στον Καπαμά, άκουγα τη μουσικούλα μου, διάβαζα το βιβλιαράκι μου και μασουλούσα. Στη βάρδια 12-3 ξάπλωνα κι όλας πάνω σε ένα μακρύ έπιπλο με συρτάρια και χαλάρωνα. Οι συνναύτες μου όταν είχαν Καπαμά έριχναν ύπνους ξεγυρισμένους εκεί πάνω, αλλά εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Για να μπει η εφοδεία έπρεπε να ανοίξει την κάτω πόρτα, μια τεράστια μεταλλική που κόλλαγε και ήθελε κλωτσιά να ξεκολλήσει. Και στους άδειους διαδρόμους του κτηρίου το άνοιγμα της πόρτας αντηχούσε λες και βάραγαν όλες οι καμπάνες της Αγια-Σοφιάς δίπλα στο αυτί σου. Οπότε είχες όλο τον καιρό να σηκωθείς και να το παίξεις άγρυπνος φρουρός. Ποτέ δεν χρειάστηκε. Σιγά μην ανέβαινε η εφοδεία δύο ορόφους.
Καψιμί δεν είχαμε (άλλος όρος που ήξερα μεν αλλά δεν συνάντησα). Υπήρχε μια αίθουσα δίπλα στο οπλονομείο με ένα βίντεο και μια τηλεόραση. Κυρίως εντρυφούσαμε σε εκλεκτές ταινίες τέχνης με Γκουζγκούνη και Τίνα Σπάθη, αλλά δεν είχε κανένα ιδιαίτερο όνομα.
Είπα καψιμί και θυμήθηκα τα καψόνια. Στρατός χωρίς καψόνια νοείται? Αλλά ένα χρόνο θητεία και ούτε ένα δεν μου έκαναν εμένα όπως άλλωστε και στους περισσότερους. Δυο φορές μόνο είδα. Μια φορά στη βασική στον Παλάσκα που σε έναν δύστυχο μικρό ο δόκιμός της διμοιρίας του τον έβαλε να κάνει το
ηλεκτρόνιο (τρέξιμο γύρω-γύρω από τη διμοιρία), αλλά λίγη ώρα μόνο. Εμείς αλλάξαμε δύο δόκιμους, ο πρώτος ήταν εντάξει παιδί, κανένα καψόνι, και ότι μας έβαζε να κάνουμε το έκανε κι ο ίδιος... ο δεύτερος ήταν ένας παιδοβούβαλος που βαριόταν που ζούσε και εμείς του γκρινιάζαμε να μας βάζει να εκτελούμε διάφορα παραγγέλματα αντί απλώς να περπατάμε πάνω-κάτω ώστε να παρελάσουμε σωστά στην ορκομωσία μπροστά στον υπουργό (η κύρια ασχολία μας κατά τη βασική εκπαίδευση). Το δεύτερο καψόνι που είδα το έκαναν κάποιοι παλιοί της σειράς μου που έβαλαν ένα κομμάτι χαρτί ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού ενός της επόμενης σειράς (ήδη μισοπαλιού) την ώρα που κοιμόταν και του άναψαν φωτιά. Ο τύπος ήταν μεγάλος άντε να μην πω τι αλλά αρχίζει από μα και ομοιοκαταληκτεί με βλάκας, και του άξιζε όχι μόνο αυτό αλλά και πολλά άλλα καψόνια, γι' αυτό αν και θα μπορούσα να τους σταματήσω (παλιός και μεγάλος σε ηλικία, με άκουγαν) δεν το έκανα. Του χρειαζόταν, και μόνο για τον τρόπο που φερόταν στο δύστυχο τον Ν., πέρα από τα άλλα που είχε κάνει. Καλά να πάθει
Τέλος δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στην
Ευκαιρία, το πλοιάριο που έκανε τη διαδρομή Πειραιάς - Ναύσταθμο. Έφευγε νωρίς το πρωί από Πειραιά όπου διανυκτέρευε και το απόγευμα από το Ναύσταθμο. Υπήρχαν 2 Ευκαιρίες που εναλλάσσονταν, και είχαν το δικό τους όνομα η κάθε μια, αλλά κανείς δεν το χρησιμοποιούσε. Κι ο πατέρας μου που υπηρέτησε στο Ναύσταθμο το 1935 κάποια Ευκαιρία έπαιρνε για την ίδια διαδρομή. Και τώρα σίγουρα έτσι θα τις λένε. Άλλο παρατσούκλι πλοίου δεν θυμάμαι, εκτός από τις
παντόφλες, τα μικρά αποβατικά που ήταν κανονικά φέρυ μπόουτ μεγέθους Ρίο - Αντίρριο, βαμμένα γκρι. Αλλά αυτός ο όρος δεν πρέπει να ήταν μόνο για τα πολεμικά, όλα και τα επιβατικά φέρρυ αυτού του σχήματος πρέπει να λέγονται έτσι.
Δεν άκουσα ποτέ τον έπαινο "
Μπράβο Ζούλου" που τον πρωτοάκουσα λίγα χρόνια μετά, νομίζω την εποχή των Ιμίων.
Πω πω, λίγο έλειψε να ξεχάσω τον
Αγαμί (αριθμό γενικού μητρώου), που έπρεπε να ήταν γραμμένος στο κάτω μέρος της
κολλαρίνας (ο μεγάλος μπλε γιακάς που κρέμεται στην πλάτη), έτσι ένας αξιωματικός μπορούσε να σηκώσει το γιακά, να δει το νούμερο και να σου πει να αναφερθείς και έπρεπε να πεις εκτός από όνομα και τον αριθμό.
Ένα ένα μου έρχονται, έχει περάσει και ένα τέταρτο αιώνα από τότε. Στο ναυτικό έμαθα την
καβάτζα που όμως δεν νομίζω να είναι στρατιωτικός όρος, αλλά και τη
σκάτζα (και το ρήμα
σκατζάρω) που το χρησιμοποιούσαν με κάμποσες έννοιες, κυρίως για τον αντικαταστάτη σου στην περίπολο ή φρουρά στον οποίο έδινες όπλα και γκέτες. Αν δεν ερχόταν η σκάτζα σου δεν μπορούσες να φύγεις.