smooth-operator. Noun. (plural smooth operators) (idiomatic) A person who accomplishes tasks with efficiency and grace, especially one with verbal skills who is persuasive in interpersonal relationships, negotiation, etc. (idiomatic) A skillful, manipulative person, con artist, or clever scoundrel.
Το ειχα σε βινύλιο και φυσικα οταν βγηκε σε CD η επετειακή έκδοση για τα 25 χρονια έσπευσα να την αγορασω μονο και μονο για να πεσω θυμα της ελαττωματικής εκδοσης που κυκλοφορησε αρχικα. Και φυσικα ενα απο τα δυο λαθη ηταν στην εισαγωγή αυτης της τραγουδαρας. Μολις το ακουσα πηρα το cd και το LP ανα χειρας και βουρ στο δισκαδικο. Ανοιξε και το αλλο ιδιο cd που ειχε στο ραφι και τα ακουσαμε διπλα διπλα, αλλα ηταν και εκεινο το ιδιο πραγμα, οποτε μεχρι σημερα εχω την ελαττωματική πρώτη έκδοση...
Κυριακή, χειμωνιάτικο βροχερό σούρουπο, κρύο έξω, μέσα θαλπωρή, το τζάκι έχει φουντώσει για τα καλά, τα παιδιά μικρά παίζουν με τα παιχνίδια τους, η σύζυγος διαβάζει ένα βιβλίο και εγώ κάθομαι δίπλα της με ένα κονιάκ ακούγοντας στα στερεοφωνικά ακουστικά το "I Wanna Go" του Orso Maria Guerrini από την σειρά Call of the Wild εμπνευσμένη από το έργο του Jack London. Στιγμές που δεν θα ξανάρθουν πιά, απλά επανέρχοντα οι μνήμες ακούγοντας τη μουσική...........
Να σημειώσω ότι την σειρά την έπαιζε η ΥΕΝΕΔ στις αρχές των '70ς και με είχε εντυπωσιάσει η μουσική, την οποία κατάφερα να βρω στην εποχή του διαδικτύου.