Τι θα μου λείψει? Μα όλα όσα αναφέρατε. Δεν μπορούμε να ξαναγίνουμε παιδιά. Δεν μπορούμε να ξαναδούμε τον κόσμο όπως τον βλέπαμε μέσα από τα παιδικά μάτια. Αν όμως πρέπει να ξεχωρίσω ένα μοναδικό γεγονός που δεν πρόκειται ποτέ να ξαναζήσω, αυτό είναι το ένα και μοναδικό υπερπόντιο ταξίδι που έκανα με τον μπαμπά μου.
Το χειμώνα του 1982 είχα ήδη κλείσει τα 13 μου χρόνια. Τα δύο αδέλφια μου είχαν ήδη ταξιδέψει από μια φορά με τον μπαμπά μου και την μαμά μου σε δύο μπάρκα του αλλά ήταν σε πιο μικρή ηλικία και γι’ αυτό δεν θυμούνται και τίποτα.
Εγώ λόγω συγκυριών, δεν είχα ταξιδέψει ποτέ με κάποιο καράβι του. Αποφάσισαν λοιπόν, να με πάρουν μαζί τους γιατί ήταν μια τελευταία ευκαιρία που παρουσιαζόταν. Από μία ηλικία κι ύστερα, δε επιτρεπόταν να είναι στο καράβι θηλυκό που δεν ήταν σύζυγος του καπετάνιου ή του πρώτου μηχανικού. Σκέφτονταν να φύγουμε το Μάιο. Το πρόβλημα ήταν ότι θα έχανα αρκετές ημέρες από το τελείωμα του σχολείου, δηλαδή σχεδόν μισό μήνα και δεν ήξεραν την ακριβή μας επιστροφή αλλά η μαμά μου πήγε στο σχολείο, δικαιολόγησε εκ των προτέρων τις απουσίες του τέλους της σεζόν (δεν είχα κάνει καμία άλλη όλο το χρόνο). Έπειτα κάναμε τις απαραίτητες προετοιμασίες, διαβατήρια κτλ, ακόμα και το εμβόλιο της χολέρας γιατί ο μπαμπάς μου είχε ενημερωθεί από το γραφείο του ότι θα υπάρξει μπάρκο για Κίνα οπότε το εμβόλιο ήταν απαραίτητο.
Το πλοίο του λεγόταν «CHERRY FLOWER» και θα το συναντούσαμε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας. Θυμάμαι το ταξίδι με αεροπλάνο με την ρουμανική TAROM. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι με αεροπλάνο. Φτάσαμε στο Βουκουρέστι, κι από εκεί με τρένο στη Βραϊλα και εκεί, ήρθε ο μπαμπάς μου και μας πήρε με ιδιωτικό αυτοκίνητο για να πάμε στο καράβι.
Αυτό το καταπληκτικό και μοναδικό για μένα (γιατί για τον μπαμπά μου ήταν ρουτίνα) ταξίδι μου είχε αρχίσει, κράτησε πέντε ολόκληρους μήνες και ακολούθησε την εξής πορεία: Γαλάτσι (Γκαλάτι Ρουμανία), διάπλου του Δούναβη, του Εύξεινου Πόντου, του Αιγαίου, σταθμό στο Πόρτ Σάιντ, όπου μείναμε στη ράδα δύο ημέρες, μικρό σταθμό για πετρέλαια στο Τζιμπουτί της Αφρικής, διάπλου του Ινδικού ωκεανού, σταθμό στη Σιγκαπούρη για ανεφοδιασμό τροφίμων, άφιξη στην Καντόνα της Κίνας (το σημερινό Guangzhou) για παραλαβή εμπορεύματος όπου μείναμε πολλές ημέρες και μετά ήρθε εντολή το φορτίο να πάει στο Νανάιμο. Είναι ένα νησί έξω από το Βανκούβερ του Καναδά. Διέσχισα λοιπόν και τον Ατλαντικό. Αφού μείναμε αρκετές ημέρες και εκεί, πετάξαμε αεροπορικώς με πολύ μικρό αεροπλανάκι για το Βανκούβερ, μετά με ένα τεράστιο αεροπλάνο της AIR CANADIA για το Χήθροου της Αγγλίας και από εκεί με ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής για την Αθήνα.
Καταλαβαίνετε ότι αυτό είναι κάτι που μέσα στο μυαλό μου έχει μείνει μοναδικό σαν ανάμνηση και φυσικά ανεπανάληπτο. Τι θα μου μείνει αξέχαστο από αυτό το ταξίδι?
Η καμπίνα που κοιμόμουν. Ήταν η καμπίνα που χρησιμοποιούσε ο πλοιοκτήτης όταν και εάν χρειαζόταν να ανέβει στο πλοίο. Στη μία μεριά βρισκόταν η κρεβατοκάμαρα των γονιών μου ενδιάμεσα ήταν το γραφείο του μπαμπά μου και ένα μεγάλο σαλόνι και στην άλλη μεριά ήταν η δική μου καμπίνα. Είχε ντουλάπα, τουαλέτα και δικό της μπάνιο. Ήταν πραγματικά ασύλληπτη εμπειρία για ένα κορίτσι περίπου 14 χρονών. Όπως μου είχε εξηγήσει ο μπαμπάς μου δεν διέθεταν όλα τα πλοία ξηρού φορτίου, τέτοια κομφόρ. Για την ακρίβεια τα περισσότερα δεν είχαν. Το πλοίο διέθετε βιβλιοθήκη από όπου έπαιρνα βιβλία και διάβαζα (κυρίως μυθιστορήματα, μη φανταστείτε τίποτα επιστημονικό) και βίντεο στο σαλόνι των αξιωματικών όπου έβλεπα κάποια απογεύματα ταινία.
Το τρένο που μας πήγε από το Βουκουρέστι στη Βραϊλα. Η διαδρομή ήταν πολύ όμορφη. Δεν θα ξεχάσω όταν η μαμά μου άνοιξε μία κούτα τσιγάρα μάρκας «22» που είχε αγοράσει από το αεροδρόμιο για να καπνίσει. Οι τρεις – τέσσερις συνεπιβάτες μας στην καμπίνα, είχαν τρελαθεί. Της ζητούσαν να τους πουλήσει τα τσιγάρα. Η μαμά μου δεν δέχτηκε φυσικά και τους χάρισε όλη την κούτα, από δύο πακέτα στον καθένα. Θυμάμαι έναν αδύνατο γεράκο που καθόταν στη γωνία και την κοιτούσε αλλά δεν την πλησίασε, σαν να ντρεπόταν και η μαμά μου πήρε δυο πακέτα και τον πλησίασε και του τα έβαλε μέσα στην παλάμη. Αυτός της έγνεψε «ευχαριστώ» σαν να μην πίστευε ότι του τα είχε δώσει.
Ο Δούναβης που δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το Γαλάζιο Δούναβη του Στράους. Το χρώμα του μόνο γαλάζιο δεν είναι. Είναι γκριζοπράσινο σα λερωμένο και δεν μου έκανε καθόλου καλή εντύπωση. Μόνο για ρομάντζα δεν ήταν.
Η νύχτα στο Τζιμπουτί που ήταν τόσο ζεστή που δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Τα πνευμόνια μου με δυσκολία ρουφούσαν τον αέρα. Ήταν μια πολύ περίεργη αίσθηση.
Η τρομερή θαλασσοταραχή στα μέσα του Ινδικού ωκεανού που κράτησε μια ολόκληρη μέρα και νύχτα. Το πλοίο είχε παρεκκλίνει 27 μοίρες από την ορθή του πορεία για να μην έχει πρόβλημα. Από ένα σημείο κι ύστερα, δεν μπορούσα να σταθώ όρθια. Θυμάμαι τη μαμά μου, να σέρνεται το βράδυ στο κρεβάτι μου δίπλα, να μου αφήνει ένα παξιμάδι μέσα σε μια χαρτοπετσέτα και να μου ψιθυρίζει «προσπάθησε να επιβιώσεις», πριν πάει να ξαπλώσει στο δικό της κρεβάτι. Το γράφω τώρα και είναι σαν να ακούω τη φωνή της στ’ αυτιά μου. Την επόμενη ημέρα το πρωί, η καταιγίδα είχε κοπάσει και ήταν όλα μια χαρά.
Το λιμάνι της Καντόνα όταν βγαίναμε το βράδυ για να φάμε. Δεν υπάρχει τέτοιο τοπίο. Κάτω κοιμόνταν τεράστιες κατσαρίδες και περνούσαμε από πάνω τους για να βγούμε. Από πάνω περνούσαν νυχτερίδες. Εντελώς spooky αλλά εγώ τότε δε φοβόμουν τίποτα. Όλοι οι φόβοι μου ήρθαν μεγαλώνοντας.
Εντάξει, η Κίνα ήταν άλλο πράγμα. Επειδή μείναμε πολλές ημέρες, επισκεφθήκαμε παγόδα (θυμάμαι τα τεράστια χρυσά λιοντάρια στις δύο πλευρές του ναού), είδα για πρώτη φορά κινέζικο τσίρκο ζωντανά, εκστασιάστηκα τόσο πολύ που ζήτησα να το ξαναδώ και ξαναπήγαμε, έφαγα πρώτη φορά fried rice που στην γεύση ήταν εντελώς μα εντελώς διαφορετικό από αυτό που έχω φάει εδώ. Γενικώς, τα φαγητά που φάγαμε σε κινέζικο εστιατόριο, ουδεμία σχέση είχαν με το κινέζικο που τρώμε στην Ελλάδα.
Οι τεράστιες μερίδες φαγητού στο Νανάιμο του Καναδά. Τα τεράστια παγωτά και τα χάμπουργκερ. Ήταν τα διπλά από ότι ήταν οι μερίδες στα ελληνικά εστιατόρια (τότε, γιατί τώρα συναγωνίζονται). Τα ξανθά μαλλιά όλων στο Νανάιμο. Ήμασταν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Τρεις μελαχροινοί άνθρωποι σε ένα μέρος που δεν υπήρχε ούτε ένας ακόμα για δείγμα.
Τα καβούρια που μάζεψαν οι ναύτες μαζί με τον τρίτο μηχανικό ένα βράδυ στο λιμάνι του Νανάιμο κάτω από αστυνομική επίβλεψη γιατί εκεί δεν μπορείς να ψαρεύεις ό,τι και όσο θέλεις. Τα μικρά καβούρια έπρεπε να ξαναγυρίσουν στο νερό. Το καβουροπάρτι που κάναμε μετά όταν τα φάγαμε.
Το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής. Πρώτα με το μικρό αεροπλάνο που μας πήγε από το Νανάιμο στο Βανκούβερ. Ήταν υπέροχο. Δεν πετούσαμε ψηλά και έβλεπα όλο το Βανκούβερ από πάνω. Είναι πανέμορφη πόλη. Καμμία σχέση με τις τσιμεντένιες μεγαλουπόλεις που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Και μετά το πιο ωραίο ταξίδι με αεροπλάνο που έχω κάνει από το Βανκούβερ μέχρι το Χήθροου. Το βράδυ είδαμε ταινία (στα Αγγλικά φυσικά, ό,τι καταλάβαινα) είχε ακουστικά με μουσική και τα πιο άνετα καθίσματα που έχω αισθανθεί ποτέ. Από εκεί με ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής πίσω στο Ελληνικό σε ένα τρίωρο γεμάτο αναταράξεις.
Είναι κι άλλα πράγματα που θα μπορούσα να γράψω γι' αυτό το ταξίδι. Αλλά δεν θα τέλειωνα. Λένε ότι δεν υπάρχει σε αυτή τη ζωή το «ποτέ» και το «πάντα». Κι όμως, αυτό το ταξίδι είναι κάτι που για μένα ήταν ένα, ήταν μοναδικό, ήταν ανεπανάληπτο και δεν θα το ζήσω ΠΟΤΕ ξανά.