Θυμάμαι στη Β Δημοτικού, κάποια ποιήματα που υπήρχαν στο βιβλίο της Γλώσσας είχαν βγει και μελοποιημένα και η δασκάλα μας μας τα έβαζε σε κασέτα και τα μαθαίναμε σαν τραγουδάκια. Ακόμα ξέρω πολύ καλά τη μελωδία τους. Τα θυμάται κανείς άλλος; Είναι αυτά:
ΠΟΥ'ΝΑΙ ΠΙΟ ΚΑΛΑ (Ποιήμα του Βασίλη Ρώτα/Μουσική: Μ.Θεοδωράκης)
Φεγγαράκι, φεγγαράκι,
που κρέμεσαι στον ουρανό,
πες μου και πού ʼναι πιο καλά, στον κάμπο ή στο βουνό;
Όπου είνʼ υγεία και χαρά κι όπου κανένας δεν πεινά.
Φεγγαράκι, φεγγαράκι, εκεί ʽναι πιο καλά.
Ποταμάκι, ποταμάκι,που τρέχεις όλο τον καιρό,
πες μου και πού'ναι πιο καλά, στην πόλη ή στο χωριό;
Όπου είνʼ υγεία και χαρά κι όπου κανένας δεν πεινά.
Ποταμάκι, ποταμάκι, εκεί ʽναι πιο καλά.
Χελιδόνι, χελιδόνι,που βλέπεις πόλεις και χωριά,
πες μου και πού ʽναι πιο καλά,στον νότο ή στον βορριά;
Όπου είνʼ υγεία και χαρά, κι όπου κανένας δεν πεινά.
Χελιδόνι, χελιδόνι, εκεί ʽναι πιο καλά.
Η ΓΑΙΔΟΥΡΙΤΣΑ (μουσική Χάρη Σακελλαρίου)
Τη γαϊδουρίτσα μου έχασα μʼ αλεύρι φορτωμένη,
τι να ʽγινε η καημένη.
Παίρνω του δρόμους ψάχνοντας και τα χωριά ρωτώντας,
βαριομοιρολογώντας.
Τη γαϊδουρίτσα μου έχασα και ποιος θα μου την εύρει.
Και χύνει και τʼ αλεύρι.
Είναι κοντούλα και κουτσή και σκουντουφλάει
δαγκώνει και κλωτσάει.
Δεν κλαίω τη γαϊδουρίτσα μου, τʼ αλεύρι δεν με νοιάζει
άλλος καημός με σφάζει.
Κλαίω το πουλαράκι της που η δύστυχη θα εγέννα,
χαρά κι αυτής και μένα.
Τη γαϊδουρίτσα μου έχασα και όποιος θα μου την εύρει,
χαλάλι του τʼ αλεύρι.
Η ΣΑΚΑΡΑΚΑ (στίχοι Ρένα Καρθαίου, σε μουσική Κ.Τσιλίκη)
Γκραν και γκρουν και τρίκι τράκα
Δες, περνάει μια σακαράκα!
Αγωνίζεται μπαμ, μπουμ,
παλιοσίδερα χτυπούν.
Τρίκι τρακ στην ανηφόρα,
προσπαθεί να πάρει φόρα.
Πουφ, πουφ, μέσα στην σκόνη,
ξεφυσάει και ξεφουσκώνει.
Τρικι τρακ και ντραγκ και ντρουγκ,
ουφ, τα λάστιχα βογκούν.
Ξάφνου, παφ! Έχουνε σκάσει
κι έχει η γειτονιά ησυχάσει.
(Και το αγαπημένο μου, χωρίς να ξέρω πληροφορίες γι'αυτό)
ΤΟ ΚΡΥΟ
Μέρες έχει να φανεί
ήλιου φως στον ουρανό,
κι είναι η μέρα μας αχνή,
πρωινό και βραδυνό.
Χου, χου, χου το κρύο βελόνι,
χώνεται και μας παγώνει.
Στου χειμώνα την πνοή
πάγωσαν δέντρα, νερά.
Σφίχτηκε κάθε ζωή,
γύρω απ'το σώμα της γερά.
Χου, χου, χου το κρύο μετράει,
τα πλευρά και μας πονάει.
Ήλιε που έδυσες νωρίς,
έβγα μια χρυσή αυγή.
Κάνε εκείνο που μπορείς,
ζέστανε την κρύα γη.
Χου, χου, χου, το κρύο θα πάψει,
κι ο ουρανός θα ξαναλάμψει.