Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον τα σχόλιά σας γιατί αρκετά από αυτά με παραξένεψαν. Μη με παρεξηγήσετε αλλά πάντα πίστευα ότι μόνο οι νοήμονες έχουν την έννοια του φόβου και πίστευα ότι τα περισσότερα παιδιά, λόγω άγνοιας δεν φοβούνται. Βλέπω εδώ ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα και ότι είχατε φοβίες όταν ήσασταν μικροί.
Παιδιά, εγώ αντίθετα, δεν είχα φοβίες όταν ήμουν μικρή. Δεν φοβόμουν τίποτα. Ούτε το σκοτάδι, ούτε τα έντομα, ούτε τα ύψη, ούτε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, ούτε τα βαθιά νερά, σας λέω τίποτα, τίποτα, τίποτα. Ήμουν περίπου τριών χρονών (αυτό δεν το θυμάμαι, μου το είχε διηγηθεί η μαμά μου) όταν έπιασα μια ψόφια κατσαρίδα από το μουστάκι της και την πήγα στην μαμά μου ρωτώντας τη: "Μαμά, τι είναι αυτό?" Δεν φοβόμουν τις ακρίδες, ούτε τα μεγάλα έντομα. Δε φοβόμουν να κοιμηθώ χωρίς φως. Δεν φοβόμουν τα ύψη (που είναι ένας πολύ συνηθισμένος φόβος για τους περισσότερους). Με θυμάμαι να σκύβω στο μπαλκόνι του σπιτιού μας στη Σκόπελο που ήταν διώροφο και να βγάζω το μισό μου σώμα έξω γιατί δεν είχα αίσθηση του ιλίγγου. Πώς δεν έπεσα, είναι να απορεί κανείς.
Κολυμπούσα με τις παιδικές μου παρέες σε σημεία που ήταν τόσο βαθιά και τόσο μακριά από την ξηρά που τρόμαζαν οι μεγάλοι και μόνο που τους το αναφέραμε. Κολυμπούσαμε σε νερά που ήταν τόσο τρικυμισμένα που πραγματικά απορώ τώρα πώς το κάναμε. Μια φορά μάλιστα κατάλαβα ότι το κύμα ήταν τόσο δυνατό και προσπάθησα να σκαρφαλώσω από κάτι βράχια για να βγω έξω. Την ώρα όμως, που πήγα να πιαστώ από τον βράχο, ήρθε ένα τεράστιο κύμα και με χτύπησε τόσο δυνατά, οπότε με πέταξε στο βράχο και πήγα στη μαμά μου με γδαρμένη όλη την αριστερή πλευρά μου. Την τρέλανα.
Κάποια παιδιά φοβόντουσαν τις τσούχτρες. Μια φορά που μια τσούχτρα είχε τυλιχτεί στο μπράτσο μου και την κατάλαβα από τον πόνο, (όπως στεκόμουν μέσα στην θάλασσα και μιλούσα με μια φίλη μου, δεν την είχα δει), γύρισα, κοίταξα το χέρι μου, και έπιασα με το άλλο μου χέρι, έβγαλα ένα-ένα τα πλοκάμια της από το μπράτσο μου και μετά πήγα στη μαμά μου για να μου βάλει ένα φάρμακο που είχε. Εννοείται ότι τις ψαροφωλιές δεν τις φοβάμαι μέχρι σήμερα γιατί δεν τσιμπάνε. Όταν βγαίνουν στα ρηχά, τις πιάνω και τις ξαναρίχνω στα βαθιά. Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει ότι είναι ακίνδυνες και με κοιτάζουν λες και είμαι εξωγήινη. Μια φορά είχα πιάσει μία και πριν την ξαναρίξω στο νερό, κυνηγούσα με αυτή την μαμά μου που τις σιχαινόταν.
Όταν σε ένα παιχνίδι έπεσα και άνοιξα το σαγόνι μου, έπιασα το σαγόνι μου με τα δυο μου χεράκια και πήγα στους γονείς μου, την ώρα που κυλούσαν τα αίματα τα χέρια μου. Ο μπαμπάς μου κιτρίνισε σαν το λεμόνι αλλά η μαμά μου που ήταν ψύχραιμη, με βούτηξε και με πήγε και μου έραψαν το σαγόνι.
Εμένα όλες οι φοβίες, μου ήρθαν όταν μεγάλωσα. Λες και με εκδικήθηκε η μοίρα. Τώρα έχω τόσες πολλές που καταντάω κουραστική και το ξέρω, το αναγνωρίζω, αλλά δεν μπορώ να το καταπολεμήσω, όσο και να προσπαθώ. Τι να πω? Είναι η απόλυτη πραγματικότητα.