Μια που επεκτάθηκε γενικά σε ψήσιμο φαγητών σε φούρνο, όχι μόνο αρνιά, είναι κάτι που το έκανε συστηματικά η μητέρα μου το καλοκαίρι. Τότε μέναμε σε μια επαρχιακή πόλη, παράλια μεν, αλλά με κάμποσο ανήφορο μετά το μπάνιο. Οπότε πήγαινε το φαΐ στο φούρνο πριν κατέβουμε θάλασσα, και όταν γυρίζαμε με έστελνε εμένα (δυστυχώς) να το φέρω. Μέσα στο λιοπύρι, ξεθεωμένος από τη θάλασσα, δεν ήταν ό,τι το καλύτερο να κουβαλάς ένα καυτό ταψί, χώρια που πεινούσα και μου έσπαγε τη μύτη η μυρωδιά. Ειδικά όταν το φαγητό ήταν γεμιστά... ντομάτες και πιπεριές ντόπιες, κομμένες λίγο πριν πουληθούν, πω πω μου τρέχουν τα σάλια και τώρα που το σκέφτομαι. Βέβαια με αποζημίωνε η απόλαυση του φαγητού μετά. Τα φαγητά που ψήνονταν από τον φούρναρη ήταν πάντα πολύ πιο νόστιμα από εκείνα που ψήνονταν στο σπίτι, δεν ξέρω γιατί. Ίσως η θερμοκρασία, ίσως απορροφούσαν ευωδιές από διπλανά.
Φυσικά οι κυράδες έριχναν και το σχετικό κουτσομπολιό... τι μαγείρεψε σήμερα η κυρία τάδε, τι κρέας τρώγανε οι δείνα. Αν ήταν ακριβό, "Μμμ θέλει να μας κάνει επίδειξη". Αν ήταν φτηνό "Μπα οι τσιγκούνηδες δεν ντρέπονται?". Εκεί έπεφτα θύμα κι εγώ, διότι στο σπίτι μας κανείς δεν ήταν ιδιαίτερα φίλος του κρέατος. Εγώ τρελλαίνομαι για πατάτες στο φούρνο, ήθελα λοιπόν πολλές πατάτες και λίγο κρέας, έτσι λίγο για τη γεύση, αλλά η μητέρα μου μου έβαζε περισσότερο απ' όσο ήθελα. "Τι να κάνω, να το πετάξω?" ήταν η απάντησή της όταν γκρίνιαζα. "Μα γιατί δεν παίρνεις λιγότερο?" ρωτησα μια φορά εγω, λογικά. "Ε, πόσο να πάρω? Είναι ντροπή να πάρω 200 γραμμάρια κρέας!" με αποστόμωσε. Σωστό. Τι θα έλεγαν όλες οι φίλες και "φίλες" και γειτόνισσες αν πήγαινε στο χασάπη κι έπαιρνε ενα μικροσκοπικό κομμάτι? Ακόμη χειρότερα αν μετά αυτό το μικροσκοπικό κομμάτι το βλέπανε στο φούρνο να συνοδεύει ένα βουνό από πατάτες, όπως θα μου άρεσε εμένα. "Μα καλά τόσο λίγο κρέας μαγείρεψαν στο elephadeικο σήμερα? Και έχουν και μικρά παιδιά!". Ε, δεν γινόταν. Η οικογενειακή υπόληψη απαιτούσε ένα μίνιμουμ ποσό κρέατος. Και ("τι να κάνω, να το πετάξω?") αναγκαστικά έτρωγα περισσότερο απ' όσο ήθελα.
Τσουρέκια γίνονταν σε δανεικές λαμαρίνες από τον φούρναρη, αλλά τα κουλουράκια συχνά γίνονταν επί τόπου, διότι πόσες διαδρομές με λαμαρίνες να κάνει κανείς? Οπότε πήγαιναν οι κυράδες στο φούρνο με μια τεράστια λεκάνη με ζύμη και αυγό για άλειμμα και τα έπλαθαν εκεί. Τότε ήταν να πεθαίνεις από την ευωδιά! Μετά έπεφταν και οι σχετικές ανταλλαγές κουλουρακίων και συχνά και συνταγών, που έμπαιναν στο μητρικό τεφτέρι με το σχετικό όνομα... "κουλουράκια κυρίας Άννας", "κουραμπιέδες κυρίας Πάτρας" κλπ κλπ.