Dominion
RetroMasteR
- Joined
- 17 Μάρ 2006
- Μηνύματα
- 1.463
- Αντιδράσεις
- 551
Η διαδικασία της συγγραφής και της σκηνοθεσίας σε φτάνει σε τόσο ακραίες καταστάσεις, ώστε είναι επακόλουθο να νιώθεις μια έλξη προς την παραφροσύνη. Προσεγγίζω την τρέλα σαν κάτι το επικίνδυνο και την φοβάμαι, αλλά, ταυτόχρονα, θέλω και να φτάσω σ’ αυτή, να δω τι υπάρχει εκεί… να την “αγκαλιάσω”.
Dario Argento
Τον αποκάλεσαν “o Ιταλός Hitchcock”. Για πάνω από 3 δεκαετίες, πίσω από τις ιδιότητες του παραγωγού, του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη, καταφέρνει να τρομάζει, να καταπλήσσει, να σοκάρει και να διχάζει κοινό και κριτικούς, μέσω των, τεχνικά καινοτομικών και υψηλής αισθητικής, εφιαλτικών οραμάτων του. Ο λόγος, για τον Dario Argento, τον πιο σημαντικό (μετά τον Mario Bava) και κύριο – αν όχι τον μόνο, αυτή τη στιγμή – Ιταλό εκπρόσωπο του φανταστικού κινηματογράφου.
Ο Dario Argento γεννήθηκε στην Ρώμη στις 7 Σεπτεμβρίου του 1940 και είναι γιος του Salvatore Argento, ενός κινηματογραφικού παραγωγού. Ο Argento ξεκίνησε την καριέρα του σαν κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Paese Sera, όμως η είσοδός του στην 7η Τέχνη ως δημιουργού, έγινε όταν κλήθηκε από τον Sergio Leone να συνδράμει στην σεναριακή συγγραφή του σπαγγέτι-γουέστερν Μια Φορά και Έναν Καιρό στην Άγρια Δύση (Οnce Upon a Time in the West, 1968).
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Argento έγινε το 1970, με την ταινία μυστηρίου Το Πουλί με τα Κρυστάλλινα Φτερά (L’ Uccelo Dalle Piume di Cristallo). Ακολούθησαν δυο ακόμα φιλμ, κινούμενα στα ίδια πλαίσια, Η Γάτα με τις Εννέα Ουρές ( Il Gatto a Nove Code, 1971) και το Τέσσερις Μύγες σε Γκρι Βελούδο ( Quattro Mosche di Velluto Grigio, 1972). Mε, μόνο, 3 ταινίες στο ενεργητικό του, ο Argento αναγνωρίστηκε σαν maitr του είδους ταινιών Giallo, ενός όρου που έχει τις ρίζες του στα κιτρινωπά εξώφυλλα των φτηνών μυθιστορημάτων τρόμου, τα οποία πωλούνταν στην Ιταλία εκείνη την εποχή.
Μετά από την τηλεταινία 5 Days of Milan (1973), επανέρχεται στο προσφιλές του είδος με το φιλμ Βαθύ Κόκκινο (Profondo Rosso, 1975), το οποίο πολλοί κριτικοί, το θεωρούν το αριστούργημα του.
Το 1977, με το Σουσπίρια, Η Ανάσα του Διαβόλου (Suspiria), μια ιστορία μαγείας που εξελίσσεται στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, ο Argento απομακρύνεται από τον ανθρωποκεντρικό τρόμο (ψυχοπαθείς δολοφόνοι) και έρχεται σε επαφή με τον υπερφυσικό. Το Σουσπίρια είναι, ίσως, το πιο αναγνωρισμένο φιλμ του σκηνοθέτη, παγκοσμίως (ακόμα και ο συγγραφέας Stephen King το μνημονεύει με τα καλύτερα λόγια) και το πιο λατρεμένο, μέσα στους κύκλους των φανατικών οπαδών του.
Με την επιτυχία του Σουσπίρια, η προσοχή του Argento στρέφεται προς την παγκόσμια αγορά. Θα βοηθήσει (σαν παραγωγός) τον σκηνοθέτη George Romero, στο φιλμ Η Αυγή των Νεκρών (Dawn of the Dead, 1978), το ανεπίσημο σίκουελ της ταινίας Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών (Night of the Living Dead, 1968). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Αμερικάνικη κινηματογραφική εταιρία 20th Century Fox χρηματοδοτεί την ταινία Κόλαση (Inferno, 1980) που, στην ουσία, είναι μια συνέχεια του Σουσπίρια και το δεύτερο μέρος μιας, μέχρι στιγμής, ανολοκλήρωτης τριλογίας.
Στη σειρά της φιλμογραφίας του, ακολουθούν το Tenebre (1982) και το Φαινόμενα (Phenomena, 1985) με πρωταγωνιστές την Jennifer Connelly και τον Donald Pleasance. Παράλληλα, ο Argento συμμετέχει σαν παραγωγός και σεναριογράφος στις ταινίες Δαίμονες (Demons, 1985) και Δαίμονες 2 (Demons 2, 1986), αμφότερες σκηνοθετημένες από τον Lamberto Bava (γιο του Mario Bava). Στα 1987, ο Argento κάθεται και πάλι στην καρέκλα του σκηνοθέτη για την ταινία Τρόμος στην Όπερα (Opera), μια δύσκολη, από πολλές απόψεις, παραγωγή (μεταξύ άλλων, ο χωρισμός του Argento με την ηθοποιό Daria Nicolodi, καθώς και ο θάνατος του πατέρα του Salvatore).
Η δεκαετία του 1990 βρίσκει τον Argento εγκατεστημένο στις Η.Π.Α., όπου και γυρίζει, από κοινού με τον George Romero, την σπονδυλωτή ταινία 2 Διαβολικα Μάτια (Two Evil Eyes), η οποία είναι βασισμένη σε 2 ιστορίες του Edgar Alan Poe. Επίσης, συμμετέχει με ρόλους-αστραπή σε φιλμ άλλων σκηνοθετών του φανταστικού, όπως στο Αγνό Αίμα (Innocent Blood, 1992) του John Landis. Την επόμενη χρονιά γυρίζει τo Tραύμα (Trauma, 1993) με πρωταγωνίστρια την νεότερη από τις δυο κόρες του, την Asia Argento (κόρη της Daria Nicolodi), η οποία για τα επόμενα 5 χρόνια θα γίνει η μούσα του.
Ο Argento θα επιστρέψει το 1996 στην Ιταλία, όπου και θα ξαναεγκατασταθεί. Την ίδια χρονιά, γυρίζει Το Σύνδρομο του Σταντάλ (Stendhal Syndrome), με την κόρη του Asia και πάλι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ το 1998, μεταφέρει, για ακόμα μια φορά στην μεγάλη οθόνη, Το Φάντασμα της Όπερας (Il Fantasma dell’ Opera), μια μάλλον αποτυχημένη προσπάθεια. Η πιο πρόσφατη δουλειά του είναι η ταινία Άγρυπνος (Non ho Sonno, 2001), με τον Max Von Sydow. Αυτή η ταινία του Argento, μοιάζει με μια επιστροφή στις βασικές αρχές του είδους Giallo και από πολλούς σηματοδοτεί το τέλος ενός κύκλου στην καριέρα του και την αρχή ενός άλλου.
Το όνομα του Argento είναι συνώνυμο με τον τρόμο. Ο ίδιος, θα πρέπει να χαίρεται, αφού είναι ένα από τα λίγα Ιταλικά ονόματα που λένε κάτι στο αμερικάνικο κινηματογραφικό κοινό. Εξάλλου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με ένα νέο κύμα κινηματογραφικής φρίκης που διέτρεξε τις Η.Π.Α. στις δεκαετίες 1970 και 1980: το κύμα του John Carpenter, του George Romero, του Tobe Hooper και του Wes Craven. Ξέχωρα, όμως, από τις αλλεπάλληλες συνεργασίες του με Αμερικάνους δημιουργούς, ο Argento παραμένει Ιταλός, στον τρόπο που κάνει κινηματογράφο και εντάσσεται, ευρύτερα, στην Ευρωπαϊκή κινηματογραφική αντίληψη, η οποία, σε αντίθεση με την Αμερικάνικη, τοποθετεί σε πρώτη θέση την συνολική ή μερική αξία του έργου και όχι το κέρδος.
Η σημαντική καλλιτεχνική συνεισφορά του Argento, ωστόσο, πρέπει να αναζητηθεί στην Αμερική. Οι κινηματογραφικές δωρεές του, αν μη τι άλλο, βρήκαν γόνιμο έδαφος στην ανάπτυξη του κινηματογραφικού κατά συρροή δολοφόνου. Επιπροσθέτως, ο Argento είναι από τους πρώτους σκηνοθέτες που ανέτρεψαν τον παραδοσιακό μοντέλο της γυναίκας στο είδος του θρίλερ. Από την πρώτη του, κιόλας, ταινία, μας φέρνει αντιμέτωπους με γυναίκες δολοφόνους, οι οποίες συναντούν τις διαδόχους τους στις μοιραίες φόνισσες του σύγχρονου σινεμά, με πιο τρανό παράδειγμα την Sharon Stone, στην ταινία του Paul Verhoven Βασικό Ένστικτο (Basic Instinct, 1992).
Όπως και ο Hitchcock, έτσι κι ο Argento, στο μεγαλύτερο μέρος της φιλμικής του καριέρας, ασχολήθηκε με τον τρόμο – ψυχολογικό και υπερφυσικό. Σε σύγκριση, όμως, με τον μεγάλο μαέστρο, όπως ο ίδιος ο Argento αναφέρει: Eίμαι λιγότερο πουριτανός και περισσότερο “αναρχικός”. Ο Argento δεν υπαινίσσεται και η κινηματογραφική ματιά του δεν διστάζει να επικεντρωθεί πάνω από τις ανοιχτές πληγές ή τα σαπισμένα απομεινάρια των θυμάτων κάποιας ταινίας του.
Παρ’ όλη την εκκεντρικότητα των έργων του και πέρα από τα αντιφατικά, κατά καιρούς, σχόλια – άλλοι τον χαρακτηρίζουν ατάλαντο κι άλλοι ιδιοφυία – ο Argento παραμένει ένας από τους πιο πρωτότυπους Ιταλούς σκηνοθέτες. Δεν είναι, όμως, αβάσιμοι οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί που αφορούν την υποκριτική των ηθοποιών του, η οποία καταστρέφεται, μέσα από τις συχνά κακοντουμπλαρισμένες φωνές τους. Πραγματικά, τα έργα του Argento χάνουν από σεναριακής και υποκριτικής πλευράς, κάτι για το οποίο δείχνει να αδιαφορεί πλήρως. Όπως ο ίδιος δηλώνει: Αν ήταν στο χέρι μου, την ταινία θα την έκανα όλη μόνος μου. Θα υποδυόμουν όλους τους ρόλους… αν, βέβαια, είχα χρόνο, χρήμα και τη δυνατότητα να κάνω λάθη. Ο Argento είναι ένας εικονολάτρης και το σινεμά του απευθύνετε, ακριβώς, σε τέτοιους είδους θεατές.
Τα μοναδικά, μεγάλης διάρκειας τράβελινγκ, η συχνή χρήση υπερβολικά κοντινών πλάνων (όπως η λεπτομέρεια ενός γουρλωμένου ματιού), οι ευφάνταστες γωνίες λήψης και το νευρώδες μοντάζ είναι από τα πιο άμεσα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του Argento. Άλλο ένα είναι, πως πολλές φορές, η ίδια η κάμερα γίνεται φονικό όπλο, κάνοντας τον θεατή να δει το απίθανο, δηλαδή, από την οπτική γωνία ενός μαχαιριού, για παράδειγμα, την ώρα που χώνεται μέσα στην σάρκα του θύματος. Άλλες φορές, η κάμερα του Argento, γίνεται ακόμα και τα μάτια του δολοφόνου. Έτσι, ο θεατής συνταυτίζεται με τον άγνωστο ψυχοπαθή και γίνεται, χωρίς την θέληση του, συνένοχος, αν όχι ο ίδιος ο δράστης.
Ο Dario Argento είναι ένας μοναχικός εξερευνητής. Ένας εξερευνητής εγκλωβισμένος μέσα στα σκοτεινά τούνελ της νοσηρής του φαντασίας. Μοναδική του συντροφιά, το αγαπημένο του παιχνίδι: η κινηματογραφική κάμερα. Μοναδικό του χόμπι, να μας τρομάζει με όσα δείχνει μέσα από αυτή. Ας αφεθούμε!
(Άλλο ένα κείμενο που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στο Mosquito μιας και σταμάτησε στο 4 τεύχος (κρίμα γιατί το τεύχος θα είχε θέμα τα θρίλερ, θα έβγαινε πάσχα 2006 και είχε και ένα μαμάτο εξώφυλλο με ένα κατσικάκι σε κίνδυνο)
Για να μην πάει χαμένο Voualla
Dario Argento
Τον αποκάλεσαν “o Ιταλός Hitchcock”. Για πάνω από 3 δεκαετίες, πίσω από τις ιδιότητες του παραγωγού, του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη, καταφέρνει να τρομάζει, να καταπλήσσει, να σοκάρει και να διχάζει κοινό και κριτικούς, μέσω των, τεχνικά καινοτομικών και υψηλής αισθητικής, εφιαλτικών οραμάτων του. Ο λόγος, για τον Dario Argento, τον πιο σημαντικό (μετά τον Mario Bava) και κύριο – αν όχι τον μόνο, αυτή τη στιγμή – Ιταλό εκπρόσωπο του φανταστικού κινηματογράφου.
Ο Dario Argento γεννήθηκε στην Ρώμη στις 7 Σεπτεμβρίου του 1940 και είναι γιος του Salvatore Argento, ενός κινηματογραφικού παραγωγού. Ο Argento ξεκίνησε την καριέρα του σαν κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Paese Sera, όμως η είσοδός του στην 7η Τέχνη ως δημιουργού, έγινε όταν κλήθηκε από τον Sergio Leone να συνδράμει στην σεναριακή συγγραφή του σπαγγέτι-γουέστερν Μια Φορά και Έναν Καιρό στην Άγρια Δύση (Οnce Upon a Time in the West, 1968).
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Argento έγινε το 1970, με την ταινία μυστηρίου Το Πουλί με τα Κρυστάλλινα Φτερά (L’ Uccelo Dalle Piume di Cristallo). Ακολούθησαν δυο ακόμα φιλμ, κινούμενα στα ίδια πλαίσια, Η Γάτα με τις Εννέα Ουρές ( Il Gatto a Nove Code, 1971) και το Τέσσερις Μύγες σε Γκρι Βελούδο ( Quattro Mosche di Velluto Grigio, 1972). Mε, μόνο, 3 ταινίες στο ενεργητικό του, ο Argento αναγνωρίστηκε σαν maitr του είδους ταινιών Giallo, ενός όρου που έχει τις ρίζες του στα κιτρινωπά εξώφυλλα των φτηνών μυθιστορημάτων τρόμου, τα οποία πωλούνταν στην Ιταλία εκείνη την εποχή.
Μετά από την τηλεταινία 5 Days of Milan (1973), επανέρχεται στο προσφιλές του είδος με το φιλμ Βαθύ Κόκκινο (Profondo Rosso, 1975), το οποίο πολλοί κριτικοί, το θεωρούν το αριστούργημα του.
Το 1977, με το Σουσπίρια, Η Ανάσα του Διαβόλου (Suspiria), μια ιστορία μαγείας που εξελίσσεται στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, ο Argento απομακρύνεται από τον ανθρωποκεντρικό τρόμο (ψυχοπαθείς δολοφόνοι) και έρχεται σε επαφή με τον υπερφυσικό. Το Σουσπίρια είναι, ίσως, το πιο αναγνωρισμένο φιλμ του σκηνοθέτη, παγκοσμίως (ακόμα και ο συγγραφέας Stephen King το μνημονεύει με τα καλύτερα λόγια) και το πιο λατρεμένο, μέσα στους κύκλους των φανατικών οπαδών του.
Με την επιτυχία του Σουσπίρια, η προσοχή του Argento στρέφεται προς την παγκόσμια αγορά. Θα βοηθήσει (σαν παραγωγός) τον σκηνοθέτη George Romero, στο φιλμ Η Αυγή των Νεκρών (Dawn of the Dead, 1978), το ανεπίσημο σίκουελ της ταινίας Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών (Night of the Living Dead, 1968). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Αμερικάνικη κινηματογραφική εταιρία 20th Century Fox χρηματοδοτεί την ταινία Κόλαση (Inferno, 1980) που, στην ουσία, είναι μια συνέχεια του Σουσπίρια και το δεύτερο μέρος μιας, μέχρι στιγμής, ανολοκλήρωτης τριλογίας.
Στη σειρά της φιλμογραφίας του, ακολουθούν το Tenebre (1982) και το Φαινόμενα (Phenomena, 1985) με πρωταγωνιστές την Jennifer Connelly και τον Donald Pleasance. Παράλληλα, ο Argento συμμετέχει σαν παραγωγός και σεναριογράφος στις ταινίες Δαίμονες (Demons, 1985) και Δαίμονες 2 (Demons 2, 1986), αμφότερες σκηνοθετημένες από τον Lamberto Bava (γιο του Mario Bava). Στα 1987, ο Argento κάθεται και πάλι στην καρέκλα του σκηνοθέτη για την ταινία Τρόμος στην Όπερα (Opera), μια δύσκολη, από πολλές απόψεις, παραγωγή (μεταξύ άλλων, ο χωρισμός του Argento με την ηθοποιό Daria Nicolodi, καθώς και ο θάνατος του πατέρα του Salvatore).
Η δεκαετία του 1990 βρίσκει τον Argento εγκατεστημένο στις Η.Π.Α., όπου και γυρίζει, από κοινού με τον George Romero, την σπονδυλωτή ταινία 2 Διαβολικα Μάτια (Two Evil Eyes), η οποία είναι βασισμένη σε 2 ιστορίες του Edgar Alan Poe. Επίσης, συμμετέχει με ρόλους-αστραπή σε φιλμ άλλων σκηνοθετών του φανταστικού, όπως στο Αγνό Αίμα (Innocent Blood, 1992) του John Landis. Την επόμενη χρονιά γυρίζει τo Tραύμα (Trauma, 1993) με πρωταγωνίστρια την νεότερη από τις δυο κόρες του, την Asia Argento (κόρη της Daria Nicolodi), η οποία για τα επόμενα 5 χρόνια θα γίνει η μούσα του.
Ο Argento θα επιστρέψει το 1996 στην Ιταλία, όπου και θα ξαναεγκατασταθεί. Την ίδια χρονιά, γυρίζει Το Σύνδρομο του Σταντάλ (Stendhal Syndrome), με την κόρη του Asia και πάλι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ το 1998, μεταφέρει, για ακόμα μια φορά στην μεγάλη οθόνη, Το Φάντασμα της Όπερας (Il Fantasma dell’ Opera), μια μάλλον αποτυχημένη προσπάθεια. Η πιο πρόσφατη δουλειά του είναι η ταινία Άγρυπνος (Non ho Sonno, 2001), με τον Max Von Sydow. Αυτή η ταινία του Argento, μοιάζει με μια επιστροφή στις βασικές αρχές του είδους Giallo και από πολλούς σηματοδοτεί το τέλος ενός κύκλου στην καριέρα του και την αρχή ενός άλλου.
Το όνομα του Argento είναι συνώνυμο με τον τρόμο. Ο ίδιος, θα πρέπει να χαίρεται, αφού είναι ένα από τα λίγα Ιταλικά ονόματα που λένε κάτι στο αμερικάνικο κινηματογραφικό κοινό. Εξάλλου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με ένα νέο κύμα κινηματογραφικής φρίκης που διέτρεξε τις Η.Π.Α. στις δεκαετίες 1970 και 1980: το κύμα του John Carpenter, του George Romero, του Tobe Hooper και του Wes Craven. Ξέχωρα, όμως, από τις αλλεπάλληλες συνεργασίες του με Αμερικάνους δημιουργούς, ο Argento παραμένει Ιταλός, στον τρόπο που κάνει κινηματογράφο και εντάσσεται, ευρύτερα, στην Ευρωπαϊκή κινηματογραφική αντίληψη, η οποία, σε αντίθεση με την Αμερικάνικη, τοποθετεί σε πρώτη θέση την συνολική ή μερική αξία του έργου και όχι το κέρδος.
Η σημαντική καλλιτεχνική συνεισφορά του Argento, ωστόσο, πρέπει να αναζητηθεί στην Αμερική. Οι κινηματογραφικές δωρεές του, αν μη τι άλλο, βρήκαν γόνιμο έδαφος στην ανάπτυξη του κινηματογραφικού κατά συρροή δολοφόνου. Επιπροσθέτως, ο Argento είναι από τους πρώτους σκηνοθέτες που ανέτρεψαν τον παραδοσιακό μοντέλο της γυναίκας στο είδος του θρίλερ. Από την πρώτη του, κιόλας, ταινία, μας φέρνει αντιμέτωπους με γυναίκες δολοφόνους, οι οποίες συναντούν τις διαδόχους τους στις μοιραίες φόνισσες του σύγχρονου σινεμά, με πιο τρανό παράδειγμα την Sharon Stone, στην ταινία του Paul Verhoven Βασικό Ένστικτο (Basic Instinct, 1992).
Όπως και ο Hitchcock, έτσι κι ο Argento, στο μεγαλύτερο μέρος της φιλμικής του καριέρας, ασχολήθηκε με τον τρόμο – ψυχολογικό και υπερφυσικό. Σε σύγκριση, όμως, με τον μεγάλο μαέστρο, όπως ο ίδιος ο Argento αναφέρει: Eίμαι λιγότερο πουριτανός και περισσότερο “αναρχικός”. Ο Argento δεν υπαινίσσεται και η κινηματογραφική ματιά του δεν διστάζει να επικεντρωθεί πάνω από τις ανοιχτές πληγές ή τα σαπισμένα απομεινάρια των θυμάτων κάποιας ταινίας του.
Παρ’ όλη την εκκεντρικότητα των έργων του και πέρα από τα αντιφατικά, κατά καιρούς, σχόλια – άλλοι τον χαρακτηρίζουν ατάλαντο κι άλλοι ιδιοφυία – ο Argento παραμένει ένας από τους πιο πρωτότυπους Ιταλούς σκηνοθέτες. Δεν είναι, όμως, αβάσιμοι οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί που αφορούν την υποκριτική των ηθοποιών του, η οποία καταστρέφεται, μέσα από τις συχνά κακοντουμπλαρισμένες φωνές τους. Πραγματικά, τα έργα του Argento χάνουν από σεναριακής και υποκριτικής πλευράς, κάτι για το οποίο δείχνει να αδιαφορεί πλήρως. Όπως ο ίδιος δηλώνει: Αν ήταν στο χέρι μου, την ταινία θα την έκανα όλη μόνος μου. Θα υποδυόμουν όλους τους ρόλους… αν, βέβαια, είχα χρόνο, χρήμα και τη δυνατότητα να κάνω λάθη. Ο Argento είναι ένας εικονολάτρης και το σινεμά του απευθύνετε, ακριβώς, σε τέτοιους είδους θεατές.
Τα μοναδικά, μεγάλης διάρκειας τράβελινγκ, η συχνή χρήση υπερβολικά κοντινών πλάνων (όπως η λεπτομέρεια ενός γουρλωμένου ματιού), οι ευφάνταστες γωνίες λήψης και το νευρώδες μοντάζ είναι από τα πιο άμεσα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του Argento. Άλλο ένα είναι, πως πολλές φορές, η ίδια η κάμερα γίνεται φονικό όπλο, κάνοντας τον θεατή να δει το απίθανο, δηλαδή, από την οπτική γωνία ενός μαχαιριού, για παράδειγμα, την ώρα που χώνεται μέσα στην σάρκα του θύματος. Άλλες φορές, η κάμερα του Argento, γίνεται ακόμα και τα μάτια του δολοφόνου. Έτσι, ο θεατής συνταυτίζεται με τον άγνωστο ψυχοπαθή και γίνεται, χωρίς την θέληση του, συνένοχος, αν όχι ο ίδιος ο δράστης.
Ο Dario Argento είναι ένας μοναχικός εξερευνητής. Ένας εξερευνητής εγκλωβισμένος μέσα στα σκοτεινά τούνελ της νοσηρής του φαντασίας. Μοναδική του συντροφιά, το αγαπημένο του παιχνίδι: η κινηματογραφική κάμερα. Μοναδικό του χόμπι, να μας τρομάζει με όσα δείχνει μέσα από αυτή. Ας αφεθούμε!
(Άλλο ένα κείμενο που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στο Mosquito μιας και σταμάτησε στο 4 τεύχος (κρίμα γιατί το τεύχος θα είχε θέμα τα θρίλερ, θα έβγαινε πάσχα 2006 και είχε και ένα μαμάτο εξώφυλλο με ένα κατσικάκι σε κίνδυνο)
Για να μην πάει χαμένο Voualla