ChrisTOS
RetroJunkie™
- Joined
- 5 Ιουλ 2007
- Μηνύματα
- 2.213
- Αντιδράσεις
- 70
Για να δούμε πως θα μπορούσε η ιστορία της Κάντι να γίνει ενδιαφέρουσα....
Fur Elize
Γαλλία, η χώρα του πολιτισμού, των σουρεαλιστών ζωγράφων και ποιητών, των καφέ κάτω από τον πύργο του Άιφελ και των καμπαρέ. Μια όμορφη εικόνα που όμως ζεί μόνο στις ελπίδες των κατοίκων της για την επόμενη μέρα αυτού του πολέμου που ήδη κρατά δύο χρόνια. Όπου και να κυκλοφορήσεις στο Παρίσι θα δεις δεσπινοιδούλες και κυρίες, ηλικιωμένους και παιδιά αλλά κανέναν νεαρό άντρα. Όλοι βρίσκονται στα χαρακώματα και αναμένουν την ταχυδρομική υπηρεσία του στρατού για ένα γράμμα από όσους και όσες έχουν αφήσει πίσω.
Αυτοί που όμως ήταν χειρότερα ήταν όσοι βρίσκονταν στο νοσοκομείο που πρόσφερε την αγάπη της η Κάντι. Άλλοι χτυπημένοι από εχθρικά βλήματα, άλλοι από τα ίδια τους τα χέρια προσπαθώντας να κερδίσουν ένα διάλλειμα από τις λάσπες και τον ήχο των κανονιών. Η Κάντι δεν θα μπορούσε να είναι αδιάφορη σε αυτό τον πόνο. Ξέρει όμως, ίσως καλύτερα από τον καθένα, πως ένας ασθενής έχει ανάγκη από ένα χαμόγελο και μια ευχάριστη κουβέντα. Άλλωστε ο πόνος του σώματος δεν διαφέρει τόσο από αυτόν της ψυχής και πάντα συνοδεύεται και από αυτόν.
Μακάρι όμως να μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω, μακάρι να μπορούσε να βοηθήσει να τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Οι σκέψεις αυτές σταμάτησαν όταν άκουσε να μεταφέρουν έναν Γερμανό ανθυπολοχαγό στον θάλαμο. Έτρεξε για να ακούσει τις οδηγίες του γιατρού αλλά ξαφνικά αυτές ήταν σαν μια φωνή στο υπόβαθρο. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ο εχθρός μπορούσε να έχει ένα τέτοιο αγγελικό πρόσωπο. Η καρδιά της σκίρτησε όταν τα μάτια της συνάντησαν τα γαλανά δικά του αλλά γρήγορα επέστρεψε στην πραγματικότητα. Ήξερε όμως ότι δεν θα μπορούσε να μείνει μόνο ένας ασθενής.
Οι μέρες περνούσαν και η Κάντι δενόταν όλο και πιο πολύ με τον Χανς. Κάθε βράδυ μετά τη βάρδια πήγαινε στο προσκέφαλο του και του μιλούσε. Ο ανθυπολοχαγός ήξερε πολύ καλά αγγλικά και είχε μια καλλιέργεια που πραγματικά την είχε εντυπωσιάσει. Μήπως ερωτεύτηκε ξανά; Αύριο όμως ο ξένος θα έφευγε. Είχε γίνει πλέον αρκετά καλά για να οδηγηθεί στο στρατόπεδο αιχμαλώτων.
Σε δύο βδομάδες μια πολύ όμορφη γυναίκα την πλησίασε. Την εντυπωσίασε το ντύσιμο και ο αέρας της, ποια ήταν; Τι ήθελε από αυτήν; Το σημείωμα έπεσε από τα χέρια της. Ήταν από τον Χανς. Ήθελε να τον συναντήσει στο Παρίσι. Μα πως ήταν δυνατόν; Δεν νοιάστηκε άλλο για αυτές τις λεπτομέρειες. Έπρεπε να πάει, να ακολουθήσει αυτή τη γυναίκα.
Στο τρένο οι δύο γυναίκες δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα. Της ήταν φανερό ότι κάτι τέτοιο μόνο επιθυμητό δεν ήταν.
Το Παρίσι ακόμα και στον πόλεμο ήταν πανέμορφο, αλλά η Κάντι δεν μπορούσε να το θαυμάσει. Η άγνωστη γυναίκα την οδήγησε σε κάποια μέρη που η ίδια δεν θα μπορούσε να πάει μόνη της ποτέ. Το κακόφημο καταγώγιο την τρόμαξε όμως ήταν τόση η ανάγκη της να δει τον Χανς που συνέχισε. Ο Χανς ηταν εκεί και την καλωσόρισε με μια συγνώμη. Της εξομολογήθηκε τον έρωτα του και της ζήτησε να τον βοηθήσει. Συνεπαρμένη η Κάντι ήξερε ότι θα κάνει τα πάντα για αυτόν τον άνθρωπο. Δεν ήταν σαν τους άλλους που είχε γνωρίσει και είχε αγαπήσει. Εκείνη τη στιγμή είχε κυρήξει παράδοση ανευ όρων...
Τρεις μέρες πέρασαν μαζί, οι πιο ευτυχισμένες της Κάντι μετά από πολύ καιρό. Πως σε αυτή τη φρίκη θα μπορούσε να υπάρχει τόση αγάπη; Δεν την ένοιαζε, ήταν πλέον στον παράδεισο. Ο Χανς της είπε ότι θα έπρεπε να φύγει. Ήταν το καθήκον του ως στρατιώτη. Η Κάντι με λυγμούς τον παρακαλούσε να μείνει. Φοβόταν ότι ο πόλεμος δεν θα τελείωνε αρκετά γρήγορα. Εκεί ο Χάνς της είπε ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει να κάνει τον πόλεμο να τελειώσει πιο γρήγορα. Έπρεπε να του δώσει πληροφορίες.
Δυο μέρες πάλεψε με τη συνειδηση της. Όμως αν οι Γερμανοί νικούσαν γρηγορότερα θα υπήρχαν λιγότεροι νεκροί και αυτή θα μπορούσε να ήταν με αυτόν που αγαπά. Το σημείωμα που έγραφε το δρομολόγιο του τρένου πήγε από τα χέρια της σε αυτά της άγνωστης γυναίκας.
Πίσω στο νοσοκομείο η Κάντι προσπαθεί να είναι ο παλιός της εαυτός ώσπου μια γνωστή φιγούρα έρχεται μέσα από τις σκιές. Όταν φαίνεται το πρόσωπο η Κάντι αναγνωρίζει την μεγάλη της εχθρό, την Ελίζα. “-Τι θέλει αυτή εδώ!” σκέφτηκε. Η Ελίζα χαμογέλασε αυτάρεσκα και της είπε να πάνε κάπου να μιλήσουνε μόνες τους. Δύο στρατιώτες την συνόδευαν καθώς πήγαιναν στο γραφείο του διευθυντή του νοσοκομείου.
Η προδοσία τιμωρείται με θάνατο Κάντι! είπε η Ελίζα
Δεν καταλαβαίνω τι μου λες! απαντησε η Κάντι.
Η Ελίζα όμως ήξερε πολύ καλά. Η θέση της στην αντικατασκοπεία των συμμάχων της επέτρεπε να έχει ανακαλύψει τα πάντα. Δεν έχει προλάβει όμως να σταματήσει την γυναίκα πριν το σημείωμα πάει στα χέρια των κεντρικών δυνάμεων.
Το τρένο έκανε την δρομολόγιο του. Ο Αλμπερτ βρισκόταν μέσα σκεφτόμενος την Κάντι και τον Τέρυ που μόλις είχε έρθει στη Γαλλία ως νέος πιλότος μαχητικού. Ένα όμως σμήνος αεροσκαφών απογειώθηκε από το πλησιέστερο Γερμανικό αεροδρόμιο, 6 μαχητικά και 6 βομβαρδιστικά κατευθύνθηκαν προς το τρένο που μεταξύ άλλων μετέφερε πυρομαχικά για το μέτωπο. Τα συμμαχικά αεροσκάφη ενημερώθηκαν για το Γερμανικό σμήνος και σηκώθηκαν να το αναχαιτίσουν. Πολύ αργά όμως. Όταν οι σύμμαχοι πρόλαβαν το Γερμανικό σμήνος ένα σύνεφο καπνού είχε σηκωθεί εκεί που θα έπρεπε να υπήρχε το τρένο με το πολύτιμο φορτίο του. Η εκδίκηση ήταν το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό του Τέρυ. Βρέθηκε πίσω από το 1ο βομβαρδιστικό και άδειασε τα πολυβόλα του. Όμως στον ενθουσιασμό του ξέχασε τον βασικό κανόνα. Ποτέ μη μένεις στο ίδιο σημείο για πάρα πολύ. Η σφαίρα του κόκκινου βαρώνου τον τρύπησε κατευθείαν στην καρδιά.
Εν τω μεταξύ η Κάντι ψάχνει τρόπο να ξεφύγει. Βλέπει την κακοστηριγμένη βιβλιοθήκη που χωρίζει την Ελίζα, την Κάντι και το παράθυρο. Πηγαίνει προς τα εκεί και την κρίσιμη στιγμή ρίχνει την βιβλιοθήκη στην Ελίζα και ξεφεύγει από το παράθυρο στο δάσος.
Η Κάντι φτάνει το Παρίσι και ο Χανς ξαφνιάζεται όταν την βλέπει. Τι θέλεις εσύ εδω! της φωνάζει. Με βρήκαν αγάπη μου! του απαντά. Και γιατί ήρθες εδώ; Θέλεις να βρούν και εμένα; Φύγε από δω τώρα! Και είσαι τυχερή που δεν σε σκοτώνω! Η Κάντι τρέχει στους δρόμους του Παρισιού και κάτω από τον πύργο του Άιφελ βάζει τα κλάμματα. Την προλαβαίνει η Ελίζα και την συλλαμβάνει.
Βρισκονται μόνες στο σκοτεινό δωμάτιο ανακρίσεων. Η Κάντι κοιτάζει την Ελίζα:
-Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί με εχθρευόσουν. Πάντα ήθελα να είμαι καλή απεναντί σου.
Για να εισπράξει την απάντηση.
-Αυτό μισούσα πάντα σε εσένα. Αυτό και ότι μου έκλεψες ότι ήθελα.
-Είναι τουλάχιστον καλύτερο από το να με κορόιδευες απάντησε η Κάντι.
Η Ελίζα πλησίασε την Κάντι και της είπε αν θέλει να φύγουνε μαζί. Το βλέμμα της Κάντι άστραψε και η Ελίζα οδήγησε την κρατούμενη στο τρένο για τη Μασσαλία. Στο καράβι που ξεκίνησε από το Γαλλικό λιμάνι, η Κάντι και η Ελίζα βρέθηκαν για πρώτη φορά τόσο μόνες μέσα στην καμπίνα τους.
Fur Elize
Γαλλία, η χώρα του πολιτισμού, των σουρεαλιστών ζωγράφων και ποιητών, των καφέ κάτω από τον πύργο του Άιφελ και των καμπαρέ. Μια όμορφη εικόνα που όμως ζεί μόνο στις ελπίδες των κατοίκων της για την επόμενη μέρα αυτού του πολέμου που ήδη κρατά δύο χρόνια. Όπου και να κυκλοφορήσεις στο Παρίσι θα δεις δεσπινοιδούλες και κυρίες, ηλικιωμένους και παιδιά αλλά κανέναν νεαρό άντρα. Όλοι βρίσκονται στα χαρακώματα και αναμένουν την ταχυδρομική υπηρεσία του στρατού για ένα γράμμα από όσους και όσες έχουν αφήσει πίσω.
Αυτοί που όμως ήταν χειρότερα ήταν όσοι βρίσκονταν στο νοσοκομείο που πρόσφερε την αγάπη της η Κάντι. Άλλοι χτυπημένοι από εχθρικά βλήματα, άλλοι από τα ίδια τους τα χέρια προσπαθώντας να κερδίσουν ένα διάλλειμα από τις λάσπες και τον ήχο των κανονιών. Η Κάντι δεν θα μπορούσε να είναι αδιάφορη σε αυτό τον πόνο. Ξέρει όμως, ίσως καλύτερα από τον καθένα, πως ένας ασθενής έχει ανάγκη από ένα χαμόγελο και μια ευχάριστη κουβέντα. Άλλωστε ο πόνος του σώματος δεν διαφέρει τόσο από αυτόν της ψυχής και πάντα συνοδεύεται και από αυτόν.
Μακάρι όμως να μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω, μακάρι να μπορούσε να βοηθήσει να τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Οι σκέψεις αυτές σταμάτησαν όταν άκουσε να μεταφέρουν έναν Γερμανό ανθυπολοχαγό στον θάλαμο. Έτρεξε για να ακούσει τις οδηγίες του γιατρού αλλά ξαφνικά αυτές ήταν σαν μια φωνή στο υπόβαθρο. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ο εχθρός μπορούσε να έχει ένα τέτοιο αγγελικό πρόσωπο. Η καρδιά της σκίρτησε όταν τα μάτια της συνάντησαν τα γαλανά δικά του αλλά γρήγορα επέστρεψε στην πραγματικότητα. Ήξερε όμως ότι δεν θα μπορούσε να μείνει μόνο ένας ασθενής.
Οι μέρες περνούσαν και η Κάντι δενόταν όλο και πιο πολύ με τον Χανς. Κάθε βράδυ μετά τη βάρδια πήγαινε στο προσκέφαλο του και του μιλούσε. Ο ανθυπολοχαγός ήξερε πολύ καλά αγγλικά και είχε μια καλλιέργεια που πραγματικά την είχε εντυπωσιάσει. Μήπως ερωτεύτηκε ξανά; Αύριο όμως ο ξένος θα έφευγε. Είχε γίνει πλέον αρκετά καλά για να οδηγηθεί στο στρατόπεδο αιχμαλώτων.
Σε δύο βδομάδες μια πολύ όμορφη γυναίκα την πλησίασε. Την εντυπωσίασε το ντύσιμο και ο αέρας της, ποια ήταν; Τι ήθελε από αυτήν; Το σημείωμα έπεσε από τα χέρια της. Ήταν από τον Χανς. Ήθελε να τον συναντήσει στο Παρίσι. Μα πως ήταν δυνατόν; Δεν νοιάστηκε άλλο για αυτές τις λεπτομέρειες. Έπρεπε να πάει, να ακολουθήσει αυτή τη γυναίκα.
Στο τρένο οι δύο γυναίκες δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα. Της ήταν φανερό ότι κάτι τέτοιο μόνο επιθυμητό δεν ήταν.
Το Παρίσι ακόμα και στον πόλεμο ήταν πανέμορφο, αλλά η Κάντι δεν μπορούσε να το θαυμάσει. Η άγνωστη γυναίκα την οδήγησε σε κάποια μέρη που η ίδια δεν θα μπορούσε να πάει μόνη της ποτέ. Το κακόφημο καταγώγιο την τρόμαξε όμως ήταν τόση η ανάγκη της να δει τον Χανς που συνέχισε. Ο Χανς ηταν εκεί και την καλωσόρισε με μια συγνώμη. Της εξομολογήθηκε τον έρωτα του και της ζήτησε να τον βοηθήσει. Συνεπαρμένη η Κάντι ήξερε ότι θα κάνει τα πάντα για αυτόν τον άνθρωπο. Δεν ήταν σαν τους άλλους που είχε γνωρίσει και είχε αγαπήσει. Εκείνη τη στιγμή είχε κυρήξει παράδοση ανευ όρων...
Τρεις μέρες πέρασαν μαζί, οι πιο ευτυχισμένες της Κάντι μετά από πολύ καιρό. Πως σε αυτή τη φρίκη θα μπορούσε να υπάρχει τόση αγάπη; Δεν την ένοιαζε, ήταν πλέον στον παράδεισο. Ο Χανς της είπε ότι θα έπρεπε να φύγει. Ήταν το καθήκον του ως στρατιώτη. Η Κάντι με λυγμούς τον παρακαλούσε να μείνει. Φοβόταν ότι ο πόλεμος δεν θα τελείωνε αρκετά γρήγορα. Εκεί ο Χάνς της είπε ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει να κάνει τον πόλεμο να τελειώσει πιο γρήγορα. Έπρεπε να του δώσει πληροφορίες.
Δυο μέρες πάλεψε με τη συνειδηση της. Όμως αν οι Γερμανοί νικούσαν γρηγορότερα θα υπήρχαν λιγότεροι νεκροί και αυτή θα μπορούσε να ήταν με αυτόν που αγαπά. Το σημείωμα που έγραφε το δρομολόγιο του τρένου πήγε από τα χέρια της σε αυτά της άγνωστης γυναίκας.
Πίσω στο νοσοκομείο η Κάντι προσπαθεί να είναι ο παλιός της εαυτός ώσπου μια γνωστή φιγούρα έρχεται μέσα από τις σκιές. Όταν φαίνεται το πρόσωπο η Κάντι αναγνωρίζει την μεγάλη της εχθρό, την Ελίζα. “-Τι θέλει αυτή εδώ!” σκέφτηκε. Η Ελίζα χαμογέλασε αυτάρεσκα και της είπε να πάνε κάπου να μιλήσουνε μόνες τους. Δύο στρατιώτες την συνόδευαν καθώς πήγαιναν στο γραφείο του διευθυντή του νοσοκομείου.
Η προδοσία τιμωρείται με θάνατο Κάντι! είπε η Ελίζα
Δεν καταλαβαίνω τι μου λες! απαντησε η Κάντι.
Η Ελίζα όμως ήξερε πολύ καλά. Η θέση της στην αντικατασκοπεία των συμμάχων της επέτρεπε να έχει ανακαλύψει τα πάντα. Δεν έχει προλάβει όμως να σταματήσει την γυναίκα πριν το σημείωμα πάει στα χέρια των κεντρικών δυνάμεων.
Το τρένο έκανε την δρομολόγιο του. Ο Αλμπερτ βρισκόταν μέσα σκεφτόμενος την Κάντι και τον Τέρυ που μόλις είχε έρθει στη Γαλλία ως νέος πιλότος μαχητικού. Ένα όμως σμήνος αεροσκαφών απογειώθηκε από το πλησιέστερο Γερμανικό αεροδρόμιο, 6 μαχητικά και 6 βομβαρδιστικά κατευθύνθηκαν προς το τρένο που μεταξύ άλλων μετέφερε πυρομαχικά για το μέτωπο. Τα συμμαχικά αεροσκάφη ενημερώθηκαν για το Γερμανικό σμήνος και σηκώθηκαν να το αναχαιτίσουν. Πολύ αργά όμως. Όταν οι σύμμαχοι πρόλαβαν το Γερμανικό σμήνος ένα σύνεφο καπνού είχε σηκωθεί εκεί που θα έπρεπε να υπήρχε το τρένο με το πολύτιμο φορτίο του. Η εκδίκηση ήταν το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό του Τέρυ. Βρέθηκε πίσω από το 1ο βομβαρδιστικό και άδειασε τα πολυβόλα του. Όμως στον ενθουσιασμό του ξέχασε τον βασικό κανόνα. Ποτέ μη μένεις στο ίδιο σημείο για πάρα πολύ. Η σφαίρα του κόκκινου βαρώνου τον τρύπησε κατευθείαν στην καρδιά.
Εν τω μεταξύ η Κάντι ψάχνει τρόπο να ξεφύγει. Βλέπει την κακοστηριγμένη βιβλιοθήκη που χωρίζει την Ελίζα, την Κάντι και το παράθυρο. Πηγαίνει προς τα εκεί και την κρίσιμη στιγμή ρίχνει την βιβλιοθήκη στην Ελίζα και ξεφεύγει από το παράθυρο στο δάσος.
Η Κάντι φτάνει το Παρίσι και ο Χανς ξαφνιάζεται όταν την βλέπει. Τι θέλεις εσύ εδω! της φωνάζει. Με βρήκαν αγάπη μου! του απαντά. Και γιατί ήρθες εδώ; Θέλεις να βρούν και εμένα; Φύγε από δω τώρα! Και είσαι τυχερή που δεν σε σκοτώνω! Η Κάντι τρέχει στους δρόμους του Παρισιού και κάτω από τον πύργο του Άιφελ βάζει τα κλάμματα. Την προλαβαίνει η Ελίζα και την συλλαμβάνει.
Βρισκονται μόνες στο σκοτεινό δωμάτιο ανακρίσεων. Η Κάντι κοιτάζει την Ελίζα:
-Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί με εχθρευόσουν. Πάντα ήθελα να είμαι καλή απεναντί σου.
Για να εισπράξει την απάντηση.
-Αυτό μισούσα πάντα σε εσένα. Αυτό και ότι μου έκλεψες ότι ήθελα.
-Είναι τουλάχιστον καλύτερο από το να με κορόιδευες απάντησε η Κάντι.
Η Ελίζα πλησίασε την Κάντι και της είπε αν θέλει να φύγουνε μαζί. Το βλέμμα της Κάντι άστραψε και η Ελίζα οδήγησε την κρατούμενη στο τρένο για τη Μασσαλία. Στο καράβι που ξεκίνησε από το Γαλλικό λιμάνι, η Κάντι και η Ελίζα βρέθηκαν για πρώτη φορά τόσο μόνες μέσα στην καμπίνα τους.
Εκεί αντάλλαξαν και το πρώτο τους φιλί!
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή: