Είναι όταν κάποιος αντιγράφει κάποιο λάθος γνωρίζοντας ότι είναι λάθος και μας λέει ότι το λάθος οφείλεται στην πηγή και όχι στον αντιγραφέα. Αυτό επίσημα, διότι ανεπίσημα το κάνεις και όταν πιστεύεις ότι ο αναγνώστης δεν θα το πάρει χαμπάρι ότι είναι λάθος εκτός αν του το υποδείξεις
. Συνήθως στα Αγγλικά γράφεται με λοξά γράμματα (όπως όλες οι φράσεις από λατινικά ή άλλες γλώσσες) και μέσα σε αγκύλες
[sic] και προφέρεται με ένα φρύδι ανασηκωμένο "πτωχέ τω πνεύματι".
Ποτέ δεν κοίταξα να βρω την προέλευση του... για να δω
Merriam-Webster
The adverb
sic, usually enclosed in brackets, is a word editors use in the reproduction of someone else's speech or writing to indicate that an unexpected form exactly reproduces the original and is not a copier's mistake.
Sic comes from Latin, in which it means "so" or "thus." Though it's a useful tool, some usage commentators feel it is bad manners to use a
sic to needlessly call attention to someone's error or to deride the language of a less-educated person.
Συμφωνώ ότι όταν χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψεις έναν με ελλιπή μόρφωση είναι αγενές, αλλά όταν ο αμόρφωτος είναι επαγγελματίας γραφιάς (όπως πολλοί στα κείμενα των περιοδικών) ή το παίζει ηγέτης της ανθρωπότητας τότε καλά του κάνεις. Σε επαγγελματικές δημοσιεύσεις είναι απαραίτητο, διότι πρέπει να αντιγράφεις ένα κείμενο ΑΚΡΙΒΩΣ όπως είναι στην αρχική πηγή, δεν επιτρέπεται διόρθωση σε παράθεση.