40 μέρες περίπου ήταν η βασική εκπαίδευση στον Παλάσκα μέχρι να να μας επιτραπεί να βγούμε (και μετά να πάμε όπου μας είχαν τοποθετήσει για την κανονική θητεία). Ούτε λεχώνες να 'μαστε. Κι όταν λέμε βασική εννοούμε πολύ βασική. Κυρίως μαθαίναμε πώς να παρελαύνουμε με βήμα, για τη μεγάλη στιγμή που θα ερχόταν ο ΥΠΕΘΑ και θα ορκιζόμασταν ναυτιώτες. Επίσης μάθαμε πώς να παίζουμε με το πανάρχαιο ατομικό μας τυφέκιον, σαν μαζορέτες. Και επ' ώμου και παρά πόδα και παρουσιάστε αρμ(? ποτέ μου δεν ήμουνα σίγουρος για τον ακριβή βρυχηθμό) και τέτοια που τώρα πια τα έχω ξεχάσει.
Εγώ είχα μεγαλώσει στην επαρχία, που θα πει κάθε 28/10, 25/3 και μερικές χρονιές και 21/4, και στις γυμναστικές επιδείξεις στο Δημοτικό, περνάγαμε ώρες και ώρες κάνοντας πρόβα για παρέλαση. Οπότε ήμουνα ξεφτέρι στο να περπατάω με βήμα, κλίνατ' επί δεξιά, μεταααααβολή και τέτοια. Το μόνο που έπρεπε ν' αλλάξω ήταν αντί να έχω το χεράκι ίσιο καθώς κουνούσα τον βραχίονα σαν εκκρεμές,, να το σφίγγω γροθιά για να τρομάζουν οι οχτροί. Και καμιά φορά που είχε όρεξη ο δόκιμος εκπαιδευτής, να περπατάμε χτυπώντας τις ποδάρες μας κάτω γκντουπ γκντουπ γκντουπ. Κι αυτό ήταν η καταστροφή μου. Διότι κάτω ήταν τσιμέντο. Και περπατούσαμε με τα σκληρά δερματόσολα μποτίνια που ήταν τα καθημερινά μας παπούτσια. Πάνω στις 2 βδομάδες με είχε πιάσει ένας αφόρητος πόνος και στις δύο κνήμες. Έκανα υπομονή όσο μπορούσα αλλά τελικά αναγκάστηκα να πάω στο ιατρείο να τους ζητήσω να μου δώσουν χαρτί να μην παρελαύνω αδιάκοπα. Έλα όμως που οι πόνοι στις κνήμες δεν είναι κάτι που έχει σημάδια σαν τις φλύκταινες της πιθηκοβλογιάς ώστε να μπορείς να τους αποδείξεις. Δεν με πίστευε λοιπόν ο γιατρός, μ' έβλεπε παχουλούλη, σκεφτόταν "είναι τεμπέλης και λουφαδόρος". Τέλος πάντων με τα πολλά μου έδωσε άδεια να μην παρελαύνω για λίγες μέρες, ξεπόνεσα και μετά ήμουν πιο προσεκτικός.
Ο δόκιμός μας ήταν ένας νεαρούλης με την ακμή της εφηβείας ακόμη στη μούρη, αλλά όχι ιδιαίτερα σαδιστής. Δεν είχαμε το παραμικρό καψόνι. Σε διπλανές διμοιρίες οι δόκιμοι ουρλιάζανε, βάζανε κάτι μικρά επαρχιωτάκια να κάνουν το ηλεκτρόνιο, διάφορα τέτοια. Ο δικός μας ήταν καλό παιδάκι. Μας έτρεχε, αλλά έτρεχε κι εκείνος. Και μια φορά που μας προκάλεσε να κρατήσουμε το όπλο με το χέρι τεντωμένο όση περισσότερη ώρα μπορούμε κρατούσε κι αυτός ένα όπλο στο δικό του χέρι (δεν ήμουνα ο τελευταίος που κατέβασε το χέρι του, αλλά ούτε και ο πρώτος). Μια φορά του κάναμε εμείς καψόνι, συνεννοηθήκαμε κι εκεί που έπρεπε να βαρέσουμε προσοχή και να κοπανήσουμε το πόδι στο τσιμέντο κάναμε ότι θα το χτυπούσαμε και σταματήσαμε ένα χιλιοστό από το έδαφος και δεν ακούστηκε τίποτε. Κι αντί να αγριέψει καταγέλασε και μετά φώναζε τους άλλους δόκιμους και μας έβαζε να επαναλάβουμε το κόλπο "δείτε τι κάνουν οι δικοί μου". Μ' αυτά και μ' αυτά δεν του είχα καμιά ιδιαίτερη αντιπάθεια (*).
Πάνω στη μέση της βασικής μας αλλάξανε δόκιμο. Ήρθε ένας παχουλός παιδοβούβαλος που βαριόταν τη ζωή του. Ούτε τρεχάματα, ούτε μαζορέτικες φιγούρες με τα όπλα, ούτε τίποτε. Του φωνάζανε οι μικρότεροι από τη διμοιρία να μας δίνει παραγγέλματα να κάνουμε κολπάκια με τα όπλα (όρεξη που την είχαν), τι να κάνει, μας έδινε αλλά βαριόταν. Το δεύτερο μισό λοιπόν πέρασε μπέικα.
Κι έφτασε η μεγάλη μέρα της ορκωμοσίας κι είχαμε βάλει τα καλά μας για να παρελάσουμε μπροστά στον Χαραλαμπόπουλο που ήταν υπουργός τότε (1989) και περιμέναμε την μπάντα του Ναυτικού. Περίμενα ν' ακούσω τα γνωστά εμβατήρια, Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός, Έχω μια αδελφή κουκλίτσα αληθινή, Πάνω κει στης Πίνδου μας τις κορφές, και άλλα τέτοια με τα οποία παρελαύναμε από τότε που πήγα σχολείο, ή έστω κάποιο ναυτικό ισοδύναμο. Και τι ακούσανε τ' αυτάκια μου?
Μ' αυτό το πολεμοχαρές θούριο παρελάσαμε γενναία μπροστά από τον υπουργό. Τρέμε Τουρκιά! Έρχεται η Αλίκη!
(*) Προς το τέλος της θητείας μου, όταν πια υπηρετούσα στο κεντρικό κτήριο της ΔΤ στον ίδιο όροφο με αντιπλοίαρχους και τέτοια, ήρθε μια φορά, ακόμη δόκιμος, και από σύμπτωση συναντηθήκαμε στον διάδρομο και με ρώτησε όλο σεβασμό (ρε μπας και ως ναύτης με κόκκινη σαρδέλλα στο μανίκι ήμουν ανώτερος από δόκιμο κελευστή?) αν και πού μπορούσε να βγάλει κάποιες φωτοτυπίες, μάλλον για προσωπική του χρήση. Στον ίδιο όροφο στο τέλος του διαδρόμου ήταν η αίθουσα με τα φωτοτυπικά, του την έδειξα, αλλά έτρεμε ο δύστυχος που ήταν ανάμεσα σε μεγαλοπίλαφα κι ένα σωρό ανώτερους κι από πάνω δίσταζε γιατί φοβόταν μήπως δεν του βγάλει φωτοτυπίες ο αξιωματικός-μπαμπούλας του φωτοτυπάδικου. Οπότε πήρα εγώ το ύφος του σπουδαίου ανθρώπου που είναι μέσα στα πράγματα, του είπα "Φέρτε μου αυτά που θέλετε να σας τις βγάλω εγώ" (του μιλούσα πάντα σε άπταιστο πληθυντικό ας ήταν νιάνιαρο), μου τα έδωσε, μπήκα με άνεση στο φωτοτυπικό άδυτο, δεν μου είπε τίποτε το φωτοτυποπίλαφο που με ήξερε, του έβγαλα τα αντίγραφα και δεν ήξερε πώς να με ευχαριστήσει. Αλλά δεν ήταν κάθαρμα σαν τους άλλους δόκιμους.
Προσεχώς: Άλλα σκόρπια από τον Παλάσκα.