Χε χε έχασα πολλά αυτές τις μέρες που ήμουνα πολύ απασχολημένος.
Στο μαυσωλείο της Οδού Στησιχόρου παρατηρώ ότι ο πολυέλαιος κράτησε τον ίδιο βασικό σκελετό αλλά απόχτησε ένα κάρο γυάλινα μπιχλιμπίδια. Σε συνδυασμό με τα κηροπήγια από κάτω που μου θυμίζουν λίγο τα δικηροτρίκηρα που κράταγε ο δεσπότης της πόλης που μεγάλωσα, δεν περιμένω Κυανοπώγωνα αλλά κάποιον Σεβασμιότατο να προβάλει από τη γωνία. Μεγάλη Βδομάδα βέβαια, όταν είναι όλα πένθιμα και θλιβερά (αν και τα δικηροτρίκηρα ήταν αναστάσιμα).
Ο Βουλγαρίδης χρησιμοποιεί το "στολίζω" με την έννοια "χρησιμοποιώ για στόλισμα". Και το κάνει δύο φορές. Εγώ ξέρω ότι όταν λέμε "στολίζω τον Επιτάφιο" (για να μείνω στο πένθιμο στυλ) δεν εννοούμε "τον βάζω στα ράφια της βιβλιοθήκης μου δίπλα στον εσταυρωμένο να γίνουνε σετάκι". Προσέξτε τη λεπτομέρεια του τελευταίου βιβλίου στο δεύτερο ράφι από κάτω αριστερά, το οποίο έχει την ίδια κλίση με το μεθυσμένο αγαλματάκι (τι εννοούσε η θαυμάστρια που του το δώρισε?). Αλλά γιατί βάζει λίγα από τα βιβλία του (υπαινισσόμενος ότι έχει κι άλλα, πολλάααα, είναι διαβαστερό το παιδί)? Τόσο χώρο έχει η βιβλιοθήκη του, γιατί δεν έβαζε κι άλλα?
Ο Βουτσάς είχε περισσότερα βιβλία ή λιγότερες θαυμάστριες, μια που η βιβλιοθήκη του δεν έχει στολίδια εκτός από εκείνα τα ακροκέραμα πάνω δεξιά και το περιεργόσχημο πράμα (σα ζώο με την ουρά και την περιοχή της τούρλα μοιάζει) στο πάνω ράφι. ϊσως πάλι είπε στις θαυμάστριές του να του κάνουν δώρα καδράκια συγκεκριμένου σχήματος και μεγέθους ώστε να τα βάλει όλα στοιχημένα σαν σε παρέλαση (ο διμοιρίτης κάτω-κάτω μόνος του). Όσο για την επένδυση του καναπέ, θα ταίριαζε σε οντά μιας οδαλίσκης. Όχι στο σαλόνι μιας κομψότατης ημιαυστριακής (?) κυρίας.