Πού είχαμε μείνει? Α, ναι, εκεί που μετά την ορκωμοσία και την άδεια γυρίσαμε Παλάσκα και μας μοιράσανε στις διάφορες μονάδες κι εμένα με στείλανε στη Διεύθυνση Τεχνική.
Πρώτη Περίοδος: Παιδί για τα Θελήματα.
Όσοι ήμασταν για Σαλαμίνα μπουζουριαστήκαμε σε λεωφορεία και πήγαμε στο στρατιωτικό Πέραμα απ' όπου μετά από περιπετειώδες υπερπόντιο ταξίδι ενός χιλιομέτρου και βάλε (HERE BE MONSTERS που έλεγαν κι οι παλιοί χάρτες) φτάσαμε στον Ναύσταθμο και κατανεμηθήκαμε όπου έδει. Στη Διεύθυνση Τεχνική (από τούδε και στο εξής ΔΤ όπως τη λέγαμε όλοι) πήγαμε καμιά δεκαριά. Με το που φτάσαμε Οπλονομείο μας πήρε παράμερα σ' ένα δωματιάκι ο οπλονόμος και μας είπε "Για να έρθετε εδώ θα πει ότι έχετε κάποιο χοντρό μέσον, οπότε πέστε μου ποιος είναι". Λογικό: Οι περισσότεροι ήταν παιδάκια που μόλις είχαν τελειώσει το Λύκειο οπότε κανονικά θα έπρεπε να έχουν πάει σε πλοίο. Και πράγματι ο ένας είχε τον ναύαρχο Τάδε, ο άλλος τον υπουργό Δείνα. Εγώ τι να πω που δεν είχα κανέναν? Ξεροκατάπια και είπα "Κανέναν". Με στραβοκοίταξε ο οπλονόμος και αποφάνθηκε "Γραφείο Εποπτών". (Έμαθα αργότερα ότι ο διευθυντής του γραφείου λεγόταν αντιπλοίαρχος Elephadas οπότε ίσως πολύ λογικά ο οπλονόμος θα σκέφτηκε "συγγενής του θα είναι, ας του τον φορτώσω". Ανάθεμα κι αν τον είδα 1-2 φορές αλλά περί αυτού σε άλλη ραψωδία του παρόντος έπους.)
Οι Επόπτες επόπτευαν επισκευές πλοίων, κτηρίων και τέτοια. Απέναντι ακριβώς ήταν το γραφείο των Ελεγκτών οι οποίοι ήλεγχαν τα ίδια πράματα. Μη με ρωτήσετε σε τι διαφέραν οι δύο, δεν ξέρω. Στο γραφείο τους είχαμε αποσταλεί δύο, η ταπεινότης μου κι άλλος ένας ψάρακλας, νέο παιδί αλλά πολύ σοβαρός, είχε βγάλει μια τεχνικού τύπου ανώτερη σχολή. Στην ύψιστη σοφία του το ΠΝ έκρινε ότι η καλύτερη χρήση ενός απόφοιτου τεχνοΚΑΤΕΕ κι ενός με διδακτορικό σε Χημ-Μηχ ήταν καφετζήδες και παιδιά για θελήματα. Τα καθήκοντά μας: Φτιάχναμε καφέ στα πιλάφια. Πηγαίναμε και τους ψωνίζαμε τυρόπιτες από το κυλικείο (είχε πάντα ουρά). Πηγαινοφέρναμε μηνύματα. Άπαξ ημερησίως ανεβαίναμε στα ΤΕΛΕΞ και παίρναμε ένα μεγάλο πακέτο τέλεξ που λέγανε τι ζημιά είχε πάθει το τάδε πλοίο ή λεπτομέρειες για τις επισκευές του. Στο γραφείο μας χωρίζαμε τα πλοία ανά κατηγορία, ώστε τα τέλεξ που αναφέρονταν σε αντιτορπιλλικά να πανε στον υποπλοίαρχο που ήταν αρμόδιος για αντιτορπιλλικά, τα ναρκαλιευτικά στον ναρκαλιευτικό κλπ. (είχαμε λίστα με όλα τα πλοία και την κατηγορία τους, σύντομα τα είχα μάθει όλα απ' έξω). Ο αντιτορπιλλικός είχε το γραφείο δίπλα στο δικό μας και συνήθως όπως του πηγαίναμε τον πάκο με τα τέλεξ έκανε μια και τα αρχειοθετούσε κατ' ευθείαν στον κάλαθο των αχρήστων. Το άδειασμα αυτών των καλάθων ήταν ένα από τα απογευματινά καθήκοντά μας. Μαζευόταν όλο το υπηρετικό προσωπικό της ΔΤ και κάποιος (δεν θυμάμαι ποιος) μας μοίραζε να πάμε στα διάφορα γραφεία να καθαρίσουμε. Εμείς που είχαμε πολυπρόσωπο γραφείο περιοριζόμαστε στο δικό μας. Αδειάζαμε τα καλάθια, πλέναμε τα πιατάκια και τα φλυτζάνια (ολοήμερο καθήκον, αλλά αυτή ήταν η τελευταία φουρνιά), και υποτίθεται ότι σκουπίζαμε. Πράγματι, αριστερά όπως έμπαινες ήταν κάτι σκούπες και βούρτσες πρακτικά αχρησιμοποίητες, τα καθαρότερα αντικείμενα του γραφείου.
Διότι το γραφείο βρωμούσε κι έζεχνε από οροφής μέχρι αξιοθρήνητης μοκέτας. Όπως μάθαμε, οι προκάτοχοί μας για πολύν καιρό ήταν παλιοί από πλοία οι οποίοι είχαν 2-3 μήνες ώσπου ν' απολυθούν κι έτσι έπαιρναν δικαιωματικά μετάθεση σε υπηρεσία ξηράς. Παλιές καραβάνες στην κυριολεξία, άπλωναν την αρίδα τους στα σχετικά γραφειάκια και δεν έκαναν πρακτικά τίποτε. Κανείς δεν τους πείραζε. Έτσι εξηγούνται οι μεγάλες χαρούλες που έκαναν τα πιλάφια όταν μας είδαν, διότι ήμασταν φρέσκο αίμα.
Οι σκληραγωγημένοι μαχητές του ΠΝ (ΟΚ, κανείς δεν ήταν πολεμιστής, όλοι του μηχανικού ήταν, αλλά θεωρητικά λέμε) είχαν μάθει ότι η Πατρίδα απαιτεί θυσίες κι έτσι ζούσαν αδιαμαρτύρητα μέσα στην μπόχα. Ίσως να πίστευαν κι ότι έτσι δεν μπορούσαν να κολλήσουν καμιά αρρώστια διότι κανένα μικρόβιο δεν μπορούσε να ζήσει σε τέτοια βρώμα. Ο συνναύτης μου κι εγώ όμως ήμασταν πολιτισμένοι. Δεν αντέχαμε να ζούμε έτσι εκεί μέσα να κολλήσουμε και καμια χολέρα. Οπότε λίγο καιρό μετά, μόλις είχαμε πάρει λίγο θάρρος κι είχαμε μάθει και τα κατατόπια, ένα Σαβ/κο που ήμασταν και οι δύο μέσα πήγαμε στην αποθήκη και πήραμε συρμάτινες βούρτσες, άπειρα κουτιά καθαριστικής σκόνης με χλώριο, απ' αυτές για τις οποίες προειδοποιούσε όλο φρίκη ο Ρευματάς στην τηλεδιαφήμιση "Χαράζει!!!", βγάλαμε και πετάξαμε τη μοκέτα που δεν σωζόταν με τίποτε, και τρίψαμε το υποκείμενο τσιμέντο ώσπου να καθαρίσει από τις δεκαετίες μπίχλας που είχαν μαζευτεί, φέραμε και μάνικα και ξεπλύναμε το σύμπαν, καθαρίσαμε και τα τζάμια που μόνο τζάμια δεν θύμιζαν, και γενικά κάναμε το γραφείο των Εποπτών να λάμψει και να ευωδιάσει καθαριότητα. Δεν πίστευαν τα μάτια και τις μύτες τους τα πιλάφια τη Δευτέρα. Ενθουσιάστηκαν, μας είπαν μπράβο, αλλά καμιά μερούλα τιμητική άδεια δεν είπαν να μας δώσουν οι αχάριστοι.
Λίγο μετά ο συνναύτης που είχε δει ότι ο ναύτης του γραφείου των τέλεξ καθόοοοοοοταν όλη τη μέρα έβαλε τον τσάτσο του και τον μεταφέρανε εκεί. Κι έμεινα μόνος μου στους Επόπτες. Καλά ήταν, δεν με πείραζε κανένας, οι άνθρωποι είχαν τη δουλειά τους κάθε μέρα δεν τους ενδιέφερε να βασανίζουν ναύτες, αλλά βαριόμουνα. Και ήρθαν οι εκλογές του Ιουνίου 89 και η συγκυβέρνηση. ("Κάναμε κυβέρνηση με την Κου Κλουξ Κλαν", έλεγε περιχαρής ο πλωτάρχης Π) ενώ ένας υποπλοίαρχος Πασοκλής τα έβαψε μαύρα διότι έβλεπε τη δυσμενή μετάθεση να έρχεται - όντως λίγες μέρες μετά πήρε μετάθεση στο ξυλουργείο ή κάπου εκεί. Η ίδια ανακαταταξη έγινε και στη σχετική επιρροή των τσάτσων και επομένως στις θέσεις των προστατευομένων τους. Έτσι ο Ι. από το Οπλονομείο πήγε στην περιζήτητη και νεωστί χηρεύσασα θέση του οδηγού του διευθυντή, δίνοντας την ευκαιρία στον φίλο μου Δ. από το Γραφείο Στατιστικής να πάει στο Οπλονομείο, και να μου σφυρίξει και μένα ότι άδειασε η θέση του κι αν την ήθελα θα φρόντιζε να την πάρω (αφού το Οπλονομείο δεν μοίραζε όπλα αλλά υπηρέτες). Στενοχωρήθηκαν οι Επόπτες διότι έχαναν το πρόθυμο και βολικό δουλάκι, ποιος ξέρει σε ποιανού τα χέρια θα έπεφταν τώρα, αλλά ήμουν άτεγκτος και ανελέητος. Κι έτσι ξεκίνησα τη δεύτερη περίοδο της ηρωικής μου καριέρας.
(Συνεχίζεται)