Η πρώτη φορά που βγήκα έξω για να ξενυχτίσω!
Ο μπαμπάς ήταν αυστηρός. Δεν μας άφηνε να βγαίνουμε έως τα 17 μας πέρα από τις 9 η ώρα. Φοβόταν πολύ τη νύχτα. Δεν τον ενδιέφερε να λείπουμε όλη μέρα, δεν ήταν θέμα εμπιστοσύνης, αλλά πίστευε ότι η νύχτα ήταν επικίνδυνη. Μέχρι τα 17 λοιπόν, είχα ξενυχτίσει μόνο δυο-τρεις φορές σε δυο-τρεις χοροεσπερίδες που είχε κάνει το σχολείο, κι αυτό με καβγά και ζόρι. Πραγματικά ήταν κάτι που μου έλειπε αλλά εκείνη την εποχή ήταν κάτι συνηθισμένο σε αρκετά κορίτσια. Όταν λοιπόν, έφυγε ο μπαμπάς για ένα μπάρκο του, (ήταν τον χειμώνα που πήγαινα Τρίτη Λυκείου), το πρώτο Σαββατόβραδο, είπα στη μαμά μου: "Εγώ απόψε θα βγω και μη με περιμένεις. Δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσω". Ντύθηκα, στολίστηκα, βάφτηκα κατά τη μόδα της εποχής που ντυνόμασταν πολύ καλά για να βγούμε το βράδυ! Όχι, όπως τώρα με τα σκισμένα τζιν! Παιδιά, θυμάμαι και τι φορούσα! Μακρύ μαύρο παλτό, σατέν μωβ πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, γόβες στιλέτο και στρας στο λαιμό και στα αφτιά!
Βγήκα παρέα με την ξαδέλφη μου και την παρέα της. Για φαγητό στην αρχή, μετά για ποτό σε μπαρ, μετά στα μπουζούκια και στο τέλος καταλήξαμε στο αεροδρόμιο για να πιούμε καφέ! Πέρασα υπέροχα και γύρισα σπίτι στις 7 το πρωί. Και φτάνοντας έξω από το διαμέρισμα, συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει τα κλειδιά μου! Πρώτη φορά έβγαινα βράδυ και δεν σκέφτηκα να πάρω τα κλειδιά μαζί μου! Λέω μέσα μου: "Θα κάτσω λίγο στο πατάκι της εισόδου, να περάσει λίγο η ώρα, να ξυπνήσω την μαμά μου", γιατί φοβήθηκα ότι αν της χτύπαγα τόσο νωρίς το κουδούνι, θα τρόμαζε. Έκατσα λοιπόν, στο πατάκι και περίμενα να περάσει καμιά ώρα. Κάποια στιγμή, άνοιξε η πόρτα του απέναντι διαμερίσματος. Βλέπω ένα κεφάλι (ο άντρας του σπιτιού) να ξεπροβάλει στο άνοιγμα, να με κοιτάζει έκπληκτος και μετά να μπαίνει ξανά μέσα. Εγώ έκανα την κοιμισμένη. Φυσικά, θα το είπε στη γυναίκα του ότι είμαι καθισμένη με βραδυνά ρούχα έξω στο πατάκι, γιατί σε λίγο άνοιξε ξανά η πόρτα και είδα το κεφάλι εκείνης να με κοιτάζει. Συνέχισα να κάνω την κοιμισμένη και έλεγα μέσα μου: "Χριστούλη μου, θα νομίζουν ότι με έχουν κλειδώσει οι γονείς μου απ' έξω"!!! Οπότε, μόλις έκλεισε η πόρτα για δεύτερη φορά, τινάχτηκα πάνω και χτύπησα το κουδούνι μας. Η μαμά μου ευτυχώς, είχε μόλις ξυπνήσει, μου άνοιξε κατάπληκτη και όταν της εξήγησα τι έγινε, έβαλε τα γέλια. Πήγα ντουγρού στο κρεβάτι μου και έβγαλα μόνο τις γόβες! Το επόμενο που θυμάμαι είναι ότι ξύπνησα γύρω στις 1 το μεσημέρι, με τα βραδυνά ρούχα και πασαλειμένο το πρόσωπό μου, γιατί δεν είχα ξεβαφτεί! Από εκεί και ύστερα βέβαια, δεν είχα σταματημό στα ξενύχτια!
Ο μπαμπάς ήταν αυστηρός. Δεν μας άφηνε να βγαίνουμε έως τα 17 μας πέρα από τις 9 η ώρα. Φοβόταν πολύ τη νύχτα. Δεν τον ενδιέφερε να λείπουμε όλη μέρα, δεν ήταν θέμα εμπιστοσύνης, αλλά πίστευε ότι η νύχτα ήταν επικίνδυνη. Μέχρι τα 17 λοιπόν, είχα ξενυχτίσει μόνο δυο-τρεις φορές σε δυο-τρεις χοροεσπερίδες που είχε κάνει το σχολείο, κι αυτό με καβγά και ζόρι. Πραγματικά ήταν κάτι που μου έλειπε αλλά εκείνη την εποχή ήταν κάτι συνηθισμένο σε αρκετά κορίτσια. Όταν λοιπόν, έφυγε ο μπαμπάς για ένα μπάρκο του, (ήταν τον χειμώνα που πήγαινα Τρίτη Λυκείου), το πρώτο Σαββατόβραδο, είπα στη μαμά μου: "Εγώ απόψε θα βγω και μη με περιμένεις. Δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσω". Ντύθηκα, στολίστηκα, βάφτηκα κατά τη μόδα της εποχής που ντυνόμασταν πολύ καλά για να βγούμε το βράδυ! Όχι, όπως τώρα με τα σκισμένα τζιν! Παιδιά, θυμάμαι και τι φορούσα! Μακρύ μαύρο παλτό, σατέν μωβ πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, γόβες στιλέτο και στρας στο λαιμό και στα αφτιά!
Βγήκα παρέα με την ξαδέλφη μου και την παρέα της. Για φαγητό στην αρχή, μετά για ποτό σε μπαρ, μετά στα μπουζούκια και στο τέλος καταλήξαμε στο αεροδρόμιο για να πιούμε καφέ! Πέρασα υπέροχα και γύρισα σπίτι στις 7 το πρωί. Και φτάνοντας έξω από το διαμέρισμα, συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει τα κλειδιά μου! Πρώτη φορά έβγαινα βράδυ και δεν σκέφτηκα να πάρω τα κλειδιά μαζί μου! Λέω μέσα μου: "Θα κάτσω λίγο στο πατάκι της εισόδου, να περάσει λίγο η ώρα, να ξυπνήσω την μαμά μου", γιατί φοβήθηκα ότι αν της χτύπαγα τόσο νωρίς το κουδούνι, θα τρόμαζε. Έκατσα λοιπόν, στο πατάκι και περίμενα να περάσει καμιά ώρα. Κάποια στιγμή, άνοιξε η πόρτα του απέναντι διαμερίσματος. Βλέπω ένα κεφάλι (ο άντρας του σπιτιού) να ξεπροβάλει στο άνοιγμα, να με κοιτάζει έκπληκτος και μετά να μπαίνει ξανά μέσα. Εγώ έκανα την κοιμισμένη. Φυσικά, θα το είπε στη γυναίκα του ότι είμαι καθισμένη με βραδυνά ρούχα έξω στο πατάκι, γιατί σε λίγο άνοιξε ξανά η πόρτα και είδα το κεφάλι εκείνης να με κοιτάζει. Συνέχισα να κάνω την κοιμισμένη και έλεγα μέσα μου: "Χριστούλη μου, θα νομίζουν ότι με έχουν κλειδώσει οι γονείς μου απ' έξω"!!! Οπότε, μόλις έκλεισε η πόρτα για δεύτερη φορά, τινάχτηκα πάνω και χτύπησα το κουδούνι μας. Η μαμά μου ευτυχώς, είχε μόλις ξυπνήσει, μου άνοιξε κατάπληκτη και όταν της εξήγησα τι έγινε, έβαλε τα γέλια. Πήγα ντουγρού στο κρεβάτι μου και έβγαλα μόνο τις γόβες! Το επόμενο που θυμάμαι είναι ότι ξύπνησα γύρω στις 1 το μεσημέρι, με τα βραδυνά ρούχα και πασαλειμένο το πρόσωπό μου, γιατί δεν είχα ξεβαφτεί! Από εκεί και ύστερα βέβαια, δεν είχα σταματημό στα ξενύχτια!