Στην αρχή της κήρυξής του, το 1940, κλήθηκε να υπηρετήσει στην πρώτη γραμμή και πήρε μέρος σε μεγάλες μάχες. Οι συνθήκες διαβίωσης πάνω στα βουνά ήταν πολύ σκληρές για εκείνον και τους υπόλοιπους φαντάρους. Πολύ αργότερα, όταν ο πόλεμος ήταν μια μακρινή ανάμνηση από το παρελθόν, ό ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του: «Δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να σβήσει από τη μνήμη μου η εξόρμησις στο ύψωμα του Αγ. Αθανασίου στη Χειμάρα; Ανεβήκαμε με χέρια και πόδια, πολεμώντας με πέτρες. Είχα, θυμάμαι, πέντε φυσίγγια επί 20 ώρες. Εκεί που είχαμε σκαρφαλώσει, δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα μεταγωγικά. Κι εμείς πολεμούσαμε με πέτρες».
......είχε επιστρέψει στη μεγάλη του αγάπη, το σανίδι. Ο κόσμος που ασφυκτιούσε κάτω από τον γερμανικό ζυγό, είχε ανάγκη από διασκέδαση. Το θέατρο ήταν κατάμεστο κάθε βράδυ. Ένα βράδυ, ανάμεσα στο κοινό βρέθηκε και ο Γερμανός διοικητής της βορείου Ελλάδας, ο διαβόητος χασαπης Μαξ Μέρτεν (***) παρακολούθησε την παράσταση και συγκλονίστηκε από την ερμηνεία του Παπαγιαννόπουλου. Όταν έπεσε η αυλαία, ο «δήμιος της Θεσσαλονίκης» θέλησε να συγχαρεί τον ηθοποιό, που του είχε τραβήξει την προσοχή. Οι προσπάθειες του απεσταλμένου του Μέρτεν, να έρθει σε επαφή με τον Παπαγιαννόπουλο, έπεσαν στο κενό. Αρχικά ο ηθοποιός ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του, γιατί άλλαζε ρούχα. Ο Γερμανός απεσταλμένος επέμεινε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μεταδώσει προφορικά το μήνυμα του Μέρτεν προς τον Παπαγιαννόπουλο....