Εγώ γενικότερα, συγκινούμαι πολύ εύκολα. Ο άντρας μου με κοροϊδεύει αλλά σκασίλα μου. Μου αρέσει που συγκινούμαι. Αν λάβει λοιπόν κανείς υπόψη το κλάμα που έχω κάνει (πλάνταξα) όταν πεθαίνει ο μπαμπάς του Σίμπα στον "Βασιλιά των Λιονταριών", ο μεγαλοπρεπής, υπέροχος Μουφάσα, καταλαβαίνετε τι γίνεται σε γενικές γραμμές.
Κλαίω λοιπόν σε πολλά αλλά θυμάμαι έτσι τώρα πρόχειρα τα παρακάτω:
"Ερωτική Συμφωνία" Ειδικά, όταν πάνω στα βράχια και μετά τον πνιγμό της Μπέτυς, ο Διανέλλος αναγνωρίζει την Ειρήνη και αυτή πέφτει στην αγκαλιά του. "Εμένα ποιος με λυπήθηκε?"
"Υπολοχαγός Νατάσσα" Ειδικά όταν η Αλίκη παροτρύνει τους χωρικούς να βοηθήσουν να μετακινηθεί το κάρο με τους τραυματίες "Αυτό το κάρο από κάπου ξεκίνησε και κάπου πρέπει να φτάσει". Αλλά και στην σκηνή που ο Καρράς συναντιέται με την μητέρα του (Παναγιώτου) και εν συνεχεία αυτοκτονεί.
"Προδοσία" Ο έρωτας μεταξύ μιας Εβραίας και ενός Γερμανού στα χρόνια του πολέμου, τι ελπίδες είχε? Κλαίω ειδικά όταν αυτοκτονεί ο Φυσσούν από τύψεις (μπαίνει στους στόχους).
"Εκείνο το καλοκαίρι" Μην αρχίσω να εξηγώ τους λόγους. Ειδικά στο τέλος που το κοριτσάκι τους πιάνει τον μπαμπά της από το χέρι και βαδίζουν μαζί.
Και δυο ταινίες που με τσαντίζουν και με συγκινούν όσο δε φαντάζεστε, είναι κωμωδίες. Τόσο που δεν τις βλέπω, όταν τις βάζουν.
Η μία είναι το "Τεντυμπόι αγάπη μου". Δε μπορείτε να φανταστείτε το πόσο με θυμώνει, η καταπίεση που ζει ο πατέρας του Βουτσά (Πλατής) και η μητέρα της Λάσκαρη (Σκιαδά) από τα τέκνα τους, το γεγονός ότι απαιτούν τα πάντα και δε δίνουν τίποτα στους γονείς τους, το μπούρου μπούρου για να τους πείσουν ότι η ζωή τους τέλειωσε (στα 50 κάτι τους!!!!!) και πρέπει να αποσυρθούν στα παρασκήνια καθώς και το τέλος. Εγώ μια φορά θα έκανα αλλιώς το σενάριο. Η Ζωίτσα θα ήταν ανιψιά της Σκιαδά, όχι κόρη της, και τα δύο ζευγάρια θα ενώνονταν στο τέλος. Οποιαδήποτε άλλη λύση δεν μου αρέσει και αλλάζω κανάλι.
Η δεύτερη είναι το "Δεσποινίς ετών 39". Λογοθετίδης - χωρίς λόγια. Η τελική σκηνή που μένουν και οι δύο ολομόναχοι και η γεροντοκόρη τραβάει τον αδελφό της στην καταναγκαστική μοναξιά, γιατί έτσι το ήθελαν οι κοινωνικοί κανόνες της εποχής, με ξεπερνάει.