Ααααχ τι πληγές μου έξυσε η φωτό του 1973. Δείχνει πράγματι την αφετηρία του Ζωγράφου (παλιό ή νέο, δεν ξέρω, διότι και τα δύο είχαν αριθμό 40 αν και είχαν διαφορετικές αφετηρίες - ακολουθούσαν και ίδια διαδρομή μέχρι ένα σημείο, και μετά χώριζαν).
Αλλά βλέπετε στο βάθος αριστερά ένα άλλο λεωφορείο? Παλιατσούρα, όπως δείχνουν οι καμπύλες γραμμές του, σε σύγκριση με το πιο τετράγωνο λεωφορείο του Ζωγράφου. Εκεί ήταν η αφετηρία του 41 (Άνω Ιλίσια). Λεωφορείο που το φθινόπωρο του 1973 έπαιρνα τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα όταν πήγαινα φροντιστήριο στη Σόλωνος (αργότερα βέβαια η διαδρομή γινόταν τουλάχιστον άπαξ ημερησίως, καμιά φορά και συχνότερα).
Το 41 είχε δύο γραμμές κι αυτό, "Παλιό" και "Νέο", που όμως μοιράζονταν την ίδια αφετηρία. Το παλιό (αργότερα έγινε 220) μετά το Χίλτον πήγαινε Μιχαλακοπούλου, Νυμφαίου, Γρηγορίου Αυξεντίου. Το "Νέο" (κατόπιν 221) συνέχιζε Βασιλέως Αλεξάνδρου, περνούσε από το κατοπινό Caravel (δεν είχε χτιστεί ακόμη), ίσως μετά έπιανε λίγο γωνίτσα Καισαριανή, Ευφρονίου, Υμηττού και πέρναγε μπροστά από τη φοιτητική εστία του Παν/μίου, το μόνο κτήριο που δούλευε - ίσως και κάποια αθλητικά? - στην Ούλοφ Πάλμε που τότε είχε άλλο όνομα. Έχω έντονα την εντύπωση ότι λεγόταν Ισσού, αλλά μπορεί να ήταν ακόμη Υμηττού και η Ισσού να ήταν κάπου εκεί κοντά. - σίγουρα υπήρχε αλλά το google δεν την ξέρει άρα την ξαναβαφτίσανε, αν δεν έγινε Πάλμε. Μετά έστριβε κι αυτό στην Αυξεντίου, που τότε ήταν ο κεντρικός οδικός άξονας των Άνω Ιλισίων και τη λέγαμε απλώς "Λεωφόρο" (η Πάλμε ήταν πολύ στενότερη, τη φάρδυναν στο τέλος της δεκαετίας - αρχές 80) και οι δυο διαδρομές ενώνονταν. Βλέπω ακόμη μπροστά μου την ταμπέλα στην Αυξεντίου που έδειχνε προς Πάλμε και έγραφε "Πανεπιστημιούπολις" κι από κάτω, για να βοηθήσει τους ξένους, μετάφραζε "University City"... χρόνια μετά κάποιος (αν?)αρμόδιος σκέπασε με μπλε μπογιά διαφορετικής απόχρωσης το City και έγραψε Campus, αλλά το μπάλωμα φαινόταν κατακάθαρα.
Στην αφετηρία υπήρχε σταθμάρχης και πάνω από το κουβούκλιό του ήταν μια παραλληλεπίπεδη μακρόστενη επιγραφή που στις δυο απέναντι μεριές έγραφε "Άνω Ιλίσια" και στις άλλες δυο με μικρότερα γράμματα "Άνω Ιλίσια μέσω Παν/πόλεως" και ανάλογα τι διαδρομή θα ακολουθούσε το αυτοκίνητο που θα ερχόταν έβγαζε τη χερούκλα του από το κουβούκλιο και τράβαγε μία από δύο αλυσσίδες ώστε να φαίνεται η κατάλληλη διαδρομή.
Υπήρχε μόνιμα το παράπονο ότι ο Δήμος Ζωγράφου αδιαφορούσε για τα Άνω Ιλίσια και γι' αυτό η συγκοινωνία μας ήταν χάλια ενώ του Ζωγράφου ήταν απείρως καλύτερη. Και για το αν είχε αρμοδιότητα ο δήμαρχος δεν ξέρω, αλλά σίγουρα οι Ζωγραφιώτες είχαν πολύ πιο συχνή συγκοινωνία με πιο καινούργια λεωφορεία (μερικά από αυτά ήταν τρίπορτα!! Ουάου!!) κι εμείς καθόμαστε ταλαιπωρημένοι στη στάση μας που κοιτούσε προς την Ιπποκράτους οπότε βλέπαμε να έρχονται και να φεύγουν απανωτά τα λεωφορεία 40 ενώ εμείς περιμέναμε... και περιμέναμε... και μεγάλωνε η ουρά.
Τότε η Μασσαλίας ήταν ανοιχτή στην κυκλοφορία και τα λεωφορεία των Άνω Ιλισίων κατέβαιναν από κει (αν βέβαια τους επέτρεπαν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα να στρίψουν από Σόλωνος Μασσαλίας). Αν ήμασταν τυχεροί στα φανάρια της Μασσαλίας άνοιγε τις πόρτες ο οδηγός και κατεβαίναμε. Αν ήμασταν άτυχοι κι ο οδηγός σαδιστής μας κρατούσε φυλακισμένους ώσπου να φτάσουμε στην αφετηρία. Που μπορεί να έπαιρνε άπειρο χρόνο. Πρώτον, διότι το πράσινο στη διασταύρωση κράταγε πολύ λίγο. Δεύτερον, διότι αμέσως μετά την αφετηρία στην Ακαδημίας υπήρχε φανάρι που προκαλούσε πήξιμο οπότε δεν μπορούσε να φύγει από τη Μασσαλίας το λεωφορείο και καθότανε. Και το δικό μας φανάρι ξανακοκκίνιζε. Και ξαναπρασίνιζε. Και το λεωφορείο εκεί, να μην μπορεί να κουνηθεί γιατί η Ακαδημίας ήταν πηγμένη.
Κι όταν περιμέναμε στην αφετηρία γινόταν το ανάποδο. Βλέπαμε το λεωφορείο να ξεμυτίζει από Μασσαλίας. Και ΄περιμέναμε. Και περιμέναμε. Και να μένει αυτό ακίνητο. Και να έρχονται συνέχεια λεωφορεία Ζωγράφου (αυτά κατεβάινανε από Ιπποκράτους).
Κάποτε έφτανε το λεωφορείο. Και τότε γινόταν ο μέγας χαμός. Διότι ένα μέρος των παστωμένων σαρδελλών στην αφετηρία (Δείτε την κατάσταση στην αφετηρία του 40 στη φωτό και διπλασιάστε την) ήθελε να πάρει το λεωφορείο μέσω Παν/πόλεως και προσπαθούσε να προχωρήσει για να μπει. Ένα άλλο μέρος ήθελε την παλιά διαδρομή οπότε δεν ήθελε να κουνηθεί από τη θέση του. Κι ένα άλλο δεν μας ένοιαζε, κι οι δυο μας κάνανε, αρκεί να μπαίναμε. Οπότε αλλόφρονες μαμάδες με παιδάκια να σπρώχνουνε "Με συγχωρείτε να περάσω αυτή είναι η διαδρομή μου", οι άλλοι να λένε "Μη σπρώχνετε μανταμ, που να πάμε?", να έχεις και τους έξυπνους από το πίσω μέρος της ουράς που πηγαίνανε από τα πλάγια και τους ρίχναμε εμείς πίσω από τα κάγκελα της αφετηρίας φαρμακερές ματιές αλλά αυτοί κοιταζανε αδιάφορα. Και αναπόφευκτα θα ήταν και ένας λαϊκός φιλόσοφος που θα κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας "Δεν είμαστε κράτος, κύριε, δεν θα γίνουμε ποτέ άνθρωποι". Και γέμιζε το λεωφορείο, και σφύριζε ο σταθμάρχης οπότε ξεκίναγε αυτό αγκομαχώντας με κάποιους να προσπαθούν μέχρι την τελευταία στιγμή να μπουν κι οι πόρτες να μην μπορούν να κλείσουν και πανικόβλητοι επιβάτες με το ένα πόδι μέσα και το άλλο ακόμη στο δρόμο να φωνάζουν "Σιγά χριστιανέ μου, πού φεύγεις, θα μας σκοτώσεις".
Και ξεκίναγε το λεωφορείο κουτσά στραβά. Και άρχιζε το άλλο μαρτυριο. Η είσοδος ήταν από την πίσω πόρτα. Ο εισπράκτορας ήταν μπροστά και προσπαθούσε να διασχίσει όλο το μήκος του οχήματος και να βγάλει εισιτήρια για τους επιβάτες. Πώς να μπορέσει που γινόταν το αδιαχώρητο? Και να δίνει η καθισμένη κυρία τα λεφτά της στον γείτονα που τα έδινε στον παραγείτονα κι αυτός στον εισπράκτορα που έκοβε το ειστήριο και το έδινε με τα ρέστα στον παραγείτονα που τα έδινε στον γείτονα που τα έδινε στην καθισμένη κυρία. Και να φωνάζει η κυρία "Εισπράκτορ, σου έδωσα εικοσάρικο και μου έδωσες ρέστα από δεκάρικο".
Και φτάναμε στην πρώτη στάση ("Κήπος" - Εθνικός, αλλά σάμπως είχαμε κι άλλους?). Περίμεναν άλλες ορδές εκεί, αλλά το λεωφορείο δεν μπορούσε να πάρει άλλους και δεν άνοιγε τις πόρτες του, αλλά ήταν αναγκασμένο να σταματήσει διότι μπροστά του ήταν άλλο σταματημένο. Οπότε οι απελπισμένοι αναμένοντες κάνανε γιουρούσι κι αρχίζανε να χτυπάνε την πόρτα ν' ανοίξει και να φωνάζουνε "Άνοιξε οδηγέ!" . Και οι από μέσα νε λένε "Μα πώς ν' ανοίξει, που δεν μπορούμε ούτε ν' ανασάνουμε!" (άλλο αν κι αυτοί χτυπούσαν την πόρτα ν' ανοίξει όταν ήταν αυτοί εκείνοι που περίμεναν).
Μετά φτάναμε Ρηγίλλης. Και πάντα θα υπήρχε κάποιος επιβάτης που θα πάταγε το κουμπί για στάση. Αλλά το λεωφορείο δεν σταμάταγε. Και να ξαναπατάει το κουμπί. Και να φωνάζει "Οδηγέ γιατί δεν έκανες στάση"? Μέχρι που κάποιος άλλος επιβάτης, να του πει "Δεν κατεβάζει εδώ κύριε" και μάθαινε ο δύστυχος ότι ήταν όμηρος μέχρι τοη Μιχαλακοπούλου (στάση Χίλτον λεγόταν, νομίζω) που ήταν η πρώτη στάση στην οποία μπορούσε να κατέβει. Κι αν δεν γινόταν στη Ρηγίλλης, θα γινόταν στον Ευαγγελισμό.
Και φτάναμε στο Χίλτον. Και να θέλουν κάποιοι να κατέβουν, αλλά πώς να κατέβουν που η έξοδος ήταν μπροστά κι αυτοί πίσω, σφηνωμένοι ανάμεσα στη θέση του εισπράκτορα και στα τροφαντά οπίσθια μιας κυρίας? Αν περίμενε κόσμος ν' ανέβει άνοιγε η πόρτα (αφού την χτυπούσαν οι απ' έξω ν' ανοίξει ο οδηγός, διότι κανονικά την πίσω πόρτα την άνοιγε ο εισπράκτορας, ο οποίος την τελευταία φορά που τον είδε κανείς είχε καταφέρει να φτάσει κάπου εκεί που έλεγε "θέσεις δια ηλικιωμένους, ιερείς και άτομα έχοντα ανάγκην προστασίας" και έκτοτε αγνοείται η τύχη του) και πριν να μπουν οι από κάτω κατέβαιναν οι από πάνω, πανευτυχείς που δεν είχαν πληρώσει εισιτήριο. Αλλά αν δεν περίμενε κανείς ν' ανέβει? "Άνοιξε πίσω!" φωνάζανε απελπισμένα οι αιχμάλωτοι. Σιγά μην άνοιγε ο οδηγός! Τι τους έχουμε τους κανονισμούς?
Και φτάναμε στη διασταύρωση με τη Νυμφαίου, εκεί που ήταν κάποτε ένα ζαχαροπλαστείο με Ιλισιακό όνομα (Ελυζέ? Ηλύσια? Champs-Elysees? δεν θυμάμαι (*)). Και τώρα ζαχαροπλαστείο είναι αλλά έχει άλλο όνομα. Έστριβε το λεωφορείο και πάνω που άρχιζε μια απότομη ανηφόρα έκανε την "Πρώτη Στάση" (που ήταν η έκτη της διαδρομής, αλλά αν μετράγαμε από την αρχή πώς θα μπερδεύαμε τον κόσμο?), έξω από τον κινηματογράφο "Ιλίσια" που τώρα είναι θέατρο Ελυζέ - τώρα σοφά πράττοντες την έχουν μεταφέρει λίγο πιο πίσω, πιο κοντά στη στροφή και πριν την αρχή της ανηφόρας. Και καλά σταματούσε. Πώς ξαναξεκίναγε στον απότομο ανήφορο, κατάφορτο και παμπάλαιο? Μούγκριζε το λεωφορείο. Βόγγαγε η μηχανή. Καπνός τα μαύρα καυσαέρια. Και λέγαμε, τώρα θα κλατάρει. Αλλά πάντα τα κατάφερνε, έφτανε στην κορυφή και προς ανακούφιση των επιβατών που έβλεπαν αχνά να διαγράφεται το τέλος της πορείας και ταλαιπωρίας έπαιρνε την κατηφόρα για Αυξεντίου, και σε δύο στάσεις κατέβαινα και τελείωνε η δική μου Οδύσσεια. Τι είχε πιο πάνω ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω.
Τι μπορεί να θυμίσει μια φωτογραφία από το 1973!
Μπα, βλέπω ακόμη έτσι είναι οι στάσεις, και η έκτη λέγεται πρώτη.
(*) Το αγνοούν οι περισσότεροι, αλλά η συνοικία των Ιλισίων δεν ονομάστηκε έτσι από τον Ιλισσό, αλλά από ένα παρακείμενο καφενείο, ζαχαροπλαστείο, κάτι τέτοιο, που ονομαζόταν Ηλύσια (Πεδία?). Γι' αυτό και σε παλιά βιβλία και ταμπέλες γραφόταν Ηλύσια και Άνω Ηλύσια, θυμάμαι ακόμη κάποιες ταμπέλες που το γράφανε έτσι, αλλά στην εποχή μου οι περισσότερες είχαν γίνει Ιλίσια.