Εγώ δεν έχω να διηγηθώ κάτι τόσο έντονο, αλλά μπορώ να επαναφέρω κάποια πράγματα από τη μνήμη μου.
Ιστορία νούμερο 1: Τη δεκαετία του 80, παραθερίζαμε οικογενειακά σε ένα τουριστικό θέρετρο των Χανίων, τον Κάτω Σταλό. Είχε μία υπέροχη παραλία με άμμο (αν και η θάλασσα ήταν συνήθως από "κυματώδης" έως "τρικυμιώδης") και μου άρεσε συχνά να κάνω βόλτα εκεί. Εκεί λοιπόν στην παραλία εκτός από τα σπίτια και τα διάφορα rooms / apartments to let (μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες δεν υπήρχαν τότε εκεί) υπήρχε ένα σπίτι με έναν μεγάλο κήπο που έβλεπε στον δημόσιο δρόμο (τότε δεν υπήρχε ακόμα ο ΒΟΑΚ), ενώ η πίσω πλευρά του (ουσιαστικά μια δεύτερη πρόσοψη) έβλεπε στη θάλασσα. Το σπίτι, πρέπει να είχε χτιστεί γύρω στη δεκαετία του 60, αλλά τη δεκαετία το 80 ήταν ήδη παρατημένο, μισογκρεμισμένο και, φυσικά, ακατοίκητο. Εμείς οι μικρές (οι αδελφές μου και εγώ) το λέγαμε "το στοιχειωμένο σπίτι" και γενικά αποφεύγαμε να περνάμε από μπροστά του. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα δει τίποτε περίεργο, αλλά η αίσθηση που μου έκανε όταν τύχαινε να περάσω από εκεί ήταν αυτή του απόκοσμου, του ανατριχιαστικού. Πίστευα μάλιστα ότι επειδή έβγαζε αυτή την αίσθηση, το είχαν παρατήσει και γι' αυτό κανένας δεν έκανε καμιά προσπάθεια ούτε να το ανακαινίσει, ούτε να το γκρεμίσει και να φτιάξει κάτι άλλο στη θέση του. Επέστρεψα στον Σταλό κάποια χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 90 και αναζήτησα το "στοιχειωμένο σπίτι". Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν το είχαν γκρεμίσει, το είχαν όμως ανακαινίσει και το είχαν χωρίσει σε τρία studios, τα οποία ήταν προς ενοικίαση. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το περίεργο: από τα τρία studios μόνο το ένα ήταν νοικιασμένο (έμεινα αρκετές ημέρες και το παρακολουθούσα), ενώ τα άλλα δύο ήταν κενά. Προφανώς η απόκοσμη αίσθηση θα εξακολουθούσε να υπάρχει.
Ιστορία νούμερο 2: και η δεύτερη ιστορία μου σχετίζεται με διακοπές. Το 1983 παραθέρισα με τους γονείς μου στην πόλη της Ρόδου, σε ένα σπίτι που μας είχε παραχωρήσει κάποιος φίλος του πατέρα μου. Μας άρεσε πολύ να κάνουμε βόλτες στην κεντρική συνοικία της πόλης (το Νιοχώρι) και μου άρεσε τα βράδια να περνάω από έξω απ' τις ντισκοτέκ που ήταν γεμάτες Σκανδιναβούς τουρίστες, αλλά και Αθηναίους παραθεριστές σαν και εμάς. Θυμάμαι τα τραγούδια που άκουγα απ' έξω που μου έδιναν μια αίσθηση ξενοιασιάς. Πέρασαν πολλά χρόνια, δεκαετίες μέχρι το 2010 που ξαναπήγα στην πόλη της Ρόδου. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις έφτασα, ήταν να κάνω μια βόλτα στα στενά. Κι ένα περίεργο πράγμα: αν και οι ντισκοτέκ είχαν κλείσει πριν από δύο (ή και λίγο παραπάνω) δεκαετίες και είχαν δώσει τη θέση τους σε διάφορα μαγαζιά ή εστιατόρια, εγώ κάθε φορά που περνούσα μπροστά από ένα μαγαζί που στα 80ς είχε υπάρξει ντισκοτέκ, σαν να ξανάκουγα πάλι τα τραγούδια του 1983, σαν να ξανάβλεπα τους Σκανδιναβούς απέξω να περιμένουν να πληρώσουν την είσοδο για να μπουν κι ένιωθα κάπως περίεργα.
Ιστορία νούμερο 3: Αυτή συνέβη στην Αθήνα, στην περιοχή του Καλλιμάρμαρου. Επειδή γενικά μου αρέσει να περπατώ στην πόλη και να γνωρίζω τους κρυμμένους θησαυρούς της, κάπου στη δεκαετία του 90, ένα ανοιξιάτικο απόγεμα (μάλλον εν μέσω διακοπών του Πάσχα) είπα να περπατήσω την οδό Άγρας, συν τοις άλλοις για να δω από κοντά το σπίτι του ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Ανέβηκα σιγά-σιγά και έφτασα μέχρι εκεί. Έμεινα να το κοιτάω. Ήταν τόσο διαφορετικό από τις πολυκατοικίες που ήταν γύρω του! Ήταν κλειστό (κατά πάσα πιθανότητα η προγονή του, η Άννα Λόντου, είχε πάψει να κατοικεί εκεί). Κάποια στιγμή αισθάνθηκα σαν ένα σφίξιμο. Και τότε σαν να μου φάνηκε ότι άκουσα τη φωνή του Σεφέρη (έτσι όπως την ακούμε από τα ντοκυμαντέρ της δεκαετίας του 60) να απαγγέλλει ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του, την "Ελένη". Τρόμαξα, κι ενώ ήθελα να συνεχίσω το περπάτημά μου στην οδό Άγρας, άρχισα να κατεβαίνω προς τη Βασιλέως Κωνσταντίνου. Να σημειωθεί ότι μέχρι τώρα, δεν ξαναεπιχείρησα να περπατήσω στον συγκεκριμένο δρόμο.