Ξεκινάω λοιπόν...
Ο παππούς μου, εκ μητρός, γεννήθηκε στις 11/11/1911 (δεν ξέρω μήπως κι αυτό παίζει κάποιο ρόλο ή είναι απλή σύμπτωση) σε ένα ορεινό μέρος της Πάρου.
Από πολύ μικρή ηλικία αντιλαμβανόταν πράγματα που εμείς οι "απλοί" άνθρωποι αγνοούσαμε. Εκείνα όμως τα χρόνια, και χωρίς να έχει ακούσει καν τις έννοιες "παραφυσικά/μεταφυσικά" κλπ, εκείνος το θεωρούσε φυσιολογικό. Πολύ αργότερα, σε ηλικία από 40 και μετά, συνειδητοποίησε ότι ήταν "ξεχωριστός".
Ένα από τα πρώτα περιστατικά ήταν ο θάνατος της αδελφής του. Είχε ταλαιπωρηθεί από τη γνωστή επάρατη ασθένεια αρκετό καιρό και όταν πια "βάρυνε", και έγινε φανερό ότι θα «έφευγε», αποφάσισε ο παππούς μου να πάει να φέρει τους γονείς της (ναι, ζούσαν ακόμη…).
Εκείνα τα χρόνια, μιλάμε για περίπου το 1959-1960, στην Πάρο δεν είχε εγκατασταθεί ακόμη το ρεύμα στο οδικό δίκτυο το οποίο και αυτό βρισκόταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Δεν υπήρχε άσφαλτος, ο δρόμος ήταν απλά τσιμενταρισμένος και σε αρκετά σημεία κακοτράχαλος. Άρα μιλάμε για μια διαδρομή που την έκανε με μουλάρι, μέσα στη νύχτα και στο απόλυτο σκοτάδι. Βαρύς χειμώνας εν τω μεταξύ και ο παππούς φορούσε μια βαριά στρατιωτική χλαίνη που την είχε από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο για να κρατήσει όσο γινόταν το κρύο.
Ξεκινάει λοιπόν και δεν είχε προλάβει να κάνει τα πρώτα μέτρα με το μουλάρι και του πέφτει η χλαίνη από την πλάτη του πάνω στο σαμάρι του ζώου… του φάνηκε αρκετά παράξενο γιατί όπως προ είπα η χλαίνη είναι βαρύ ύφασμα κι επιπλέον δε φύσαγε καθόλου απλά έκανε κρύο. Τέλος πάντων, τη σήκωσε, την ξαναφόρεσε και συνέχισε το δρόμο του. Στα μισά της διαδρομής, ξανά το ίδιο. Σαν ένα χέρι (έτσι ένιωσε από ότι είπε μετά) να του τραβούσε τη χλαίνη και αυτή να πέφτει πάνω στο σαμάρι. Ταυτόχρονα αισθανόταν και μια άυλη παρουσία κοντά του, δηλαδή σαν κάποιος να βρισκόταν κοντά ή δυο μάτια να τον κοιτάνε και να τον παρακολουθούν. Κάνει ακόμα μερικά μέτρα και ξαφνικά το ζώο στηλώνει και δεν κάνει βήμα. Όσο κι αν προσπαθούσε ο παππούς, το ζώο δεν ξεκινούσε. Είχε τεντωμένα τα αυτιά του, ήταν σφιγμένο το σώμα του και δεν υπάκουγε στις παραινέσεις του παππού. Ο παππούς κατέβηκε από το μουλάρι και προσπάθησε να το κάνει να κινηθεί με τα χαλινάρια. Εκείνην ακριβώς τη στιγμή, η χλαίνη ξανάπεσε, στο έδαφος αυτήν τη φορά. Και τότε ο παππούς κατάλαβε. Αρχίζει και σταυροκοπιέται και ψιθυρίζει «Θεός σχωρέσου αδελφή μου…»
Από τη στιγμή εκείνη και μετά το ζώο ηρέμησε, ησύχασε, σταμάτησε το σώμα του να είναι σφιχτό και ακίνητο και επανήλθε στα κανονικά του. Ο παππούς το οδήγησε πίσω στο χωριό όπου και συνάντησε ανθρώπους με φανάρια οι οποίοι είχαν βγει για να τον ειδοποιήσουν ότι η αδελφή του τελικά πέθανε λίγα λεπτά αφότου είχε ξεκινήσει. Ο παππούς μου τότε ήταν 48 χρονών και μέχρι που έφυγε από τη ζωή το 2003 πίστευε ακράδαντα ότι η ψυχή της αδελφής του είχε «τρέξει» να τον ειδοποιήσει.
Θα επανέλθω με νέα ιστορία σε λίγες ημέρες.