Χριστούγεννα σήμαινε κουραμπιέδες, δίπλες, μελομακάρονα, καθησιό στο σπίτι αντί να πηγαίνω σχολείο περπατώντας στο ψοφόκρυο. και οι γιορτές ήταν μοιρασμένες, όχι όλες μαζί. Που θα πει, περνούσα μπέικα. Δυο μέρες μόνο ήταν κακές, η πρώτη και η τελευταία.
Η πρώτη γιατί ήταν παραμονή κι εκεί που επί τέλους μπορουσα να κοιμηθώ χουχουλιάζοντας κάτω από τη φλοκάτη (δεν υπάρχει καλύτερο σκέπασμα τις κρύες μέρες ώσπου να πάρει μπρος η σόμπα και να ζεστάνει λίγο το σπίτι) από τις 6 το πρωί άρχιζε ντριν το κουδούνι με παιδάκια να μας πουν τα κάλαντα. Και δεν έφτανε το κουδούνι, αλλά η μαμά-elephadas έμπλεως μητρικού φίλτρου άνοιγε και την πόρτα και τα έβαζε μέσα κι είχα να υποστώ το δεύτερο ηχητικό μαρτύριο, τα κάλαντα τα ίδια, τραγουδισμένα από παιδάκια που συναγωνίζονταν ποιο θα είναι πιο φάλτσο απο το άλλο. ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΟΥ ΠΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ, ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ. Και άμα γκρίνιαζα "γιατί τους άνοιξες?" με αγριοκοίταζε η μήτηρ διότι ήμουν τεμπέλης και δεν ακολουθύσα το αξιομίμητο παράδειγμα των καλαντάρηδων, ήτοι να σηκωθώ κι εγώ να βγώ από τα άγρια χαράματα να γυρνάω με την παρέα μου και να εκβιάζω αθώους καταστηματάρχες και νοικοκυραίους ότι άμα δεν με πληρώσουν θα τους πω τα κάλαντα. Διότι σε μία χορωδία που θα συμμετείχα εγώ η γνωστή ερώτηση "Να τα πούμε?" ήταν ισοδύναμη με μαφιόζικη απειλή "Θα τα πούμε!" Τι μου φταίγανε οι άνθρωποι? Δεν τους φτάνανε τα κεσάτια τους (από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είχαμε κρίση και οι καταστηματάρχες πάντα έλεγαν ότι οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά) να έχουν και μένα να τους τα ψέλνω από πάνω?
Η τελευταία μέρα γιατί δεν έφτανε που ήταν η τελευταία μέρα, εξ ορισμού δηλαδή πένθιμη, αλλά είχε και νηστεία και επίσης έπρεπε να πάμε στην ακτή να δούμε που θα ρίχνανε το σταυρό, λες και δεν ήταν η ίδια κι απαράλλαχτη τελετή κάθε χρόνο. Τον σταυρό τότε τον έριχνε ο δεσπότης (*) από μια βάρκα ενώ το χριστεπώνυμο πλήρωμα ξεπάγιαζε στη στεριά. Κι έπαιρνε ώρα μέχρι να μπει στη βάρκα και με τα κουπιά να τον πάνε αρκετά μέσα και ν' αρχίσει το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε", ενώ αν έριχνε τον σταυρό από τη στεριά θα ξεμπερδεύαμε γρήγορα. Εμείς μάλιστα πηγαίναμε σε ένα μέρος που ήταν ψηλά και είχε πανοραμική θέα αλλά για τον ίδιο λόγο ο κρύος αέρας θέριζε. Και καλά ο δεσπότης είχε δέκα στρώματα άμφια, αλλά υπήρχαν εκεί και όλοι αυτοί που σκοπεύανε να βουτήξουν να πιάσουν τον σταυρό κι όσο τους έβλεπα έτσι ημιτσίτσιδους τόσο πιο πολύ τουρτούριζα για λογαριασμό τους.
Αλλά εκτός από αυτές τις δύο μέρες ήταν ωραία τα Χ"γεννα. Το Πάσχα δεν μου άρεσε τόσο, διότι το πρώτο μισό των διακοπών είχε όλο νηστεία κι εκκλησία (και σιχαίνομαι τα πιο πολλά νηστήσιμα!) και το δεύτερο μισό δεν είχε τίποτε το εορταστικό. Μετα την Κυριακή του Πάσχα δεν έμενε πια τίποτε άλλο από το να περιμένουμε να φτάσει η άλλη Δευτέρα.
(*) ο οποίος ήταν σχετικά νέος για δεσπότης, ας μου φαινότανε εμένα αρχαίος περασμένα πενήντα, κι έτσι μπορούσε να κάνει τέτοια ακροβατικά ας κουνούσε η βάρκα.