Ωραία... Γιατί ένα μικρό ρουσφετάκι, ε, το χρειάζονται πού και πού και οι καλλιτέχνες...
Από το βιβλίο "Εύθυμα στιγμιότυπα από τους προθαλάμους της εξουσίας" του Κωνσταντίνου Φράγκου, Υποστράτηγου ε.α. Απόσπασμα από το κεφάλαιο "Η υπέροχη Βίκυ".
[SIZE=10pt]Ένα πρωϊνό η γραμματέας μου με πληροφόρησε ότι η Βίκυ Μοσχολιού, πολύ μεγάλο όνομα τότε στο τραγούδι, ζητούσε επιμόνως να μιλήσει με τον Υπουργό. Της είπα να με συνδέσει.
- Καλή ημέρα σας κυρία Μοσχολιού, τι κάνετε; Είμαι ο Συνταγματάρχης Κώστας Φράγκος, Διευθυντής του Γραφείου του Υπουργού.
- Καλή ημέρα σου Καπετάνιο, τι μου κάνεις; Μπορείς σε παρακαλώ να μου κλείσεις το ταχύτερο, ένα ραντεβού με τον αγαπημένο…. Μουστάκια. (σσ. Εννοούσε φυσικά τον Χαραλαμπόπουλο). ..................................................................[/SIZE]
[SIZE=10pt]- Καλώς την κυρία Μοσχολιού, την υποδέχθηκα.
- Βίκυ, παρακαλώ, καπετάνιε, Βίκυ. Κάνε μου την χάρη να αισθάνομαι άνετα γιατί εδώ, γαλόνια απ’ εδώ, γαλόνια απ’ εκεί έχω ψαρώσει.
Την κάλεσα να μπει στο γραφείο μου, την κέρασα καφέ, είπαμε μερικά καλλιτεχνικά σε ωραιότατη ατμόσφαιρα, οπότε της λέω.
- Βίκυ μου, σε ακούω. ......................................................................................
- Ξέρεις, να μωρέ, ένα Δομαζάκι, το μεγαλύτερο, είναι ερωτευμένο με ένα σμηνίτη που υπηρετεί στην Σκύρο κλπ κλπ. Να τον φέρεις στο Τατόϊ.
- Λοιπόν, Βίκυ, άφησε μου τα στοιχεία του και αύριο θα σου πω αν μπορεί να γίνει αυτό και πότε. Ωστόσο, τώρα μπροστά σου, θα πάρω τον Διοικητή του να του δώσει τέσσερις ημέρες άδεια.
- Όχι, πέντε σε παρακαλώ και αύριο πες μου να ξανάρθω. Όχι, τηλεφωνικά… Μήπως δω και τον κυρ-Γιάννη ντε…
- Εν τάξει. Τώρα όμως, ας κλείσουμε την πόρτα του Γραφείου να σου ζητήσω κι’ εγώ μια χάρη…
Φόβος άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπό της.…………………………................................
- Και γιατί να κλείσουμε την πόρτα; Είναι ανάγκη; είπε και μαζεύτηκε στο κάθισμά της.
Της λέω: Ναι, είναι ανάγκη…
Κλείνω την πόρτα, επανέρχομαι στο Γραφείο μου, σκύβω προς το μέρος της και της λέω με χαμηλή φωνή. - Βίκυ, τραγούδησέ μου στο αβόζο: Σαν θα διαβείς τον ουρανό, σαν πας ψηλά, σαν πας ψηλά στ’ αστέρια…
- Τρελάθηκες καπετάνιο; Θέλεις να μας χώσουν και του δύο μέσα; Είσαι στα καλά σου;
- Βρε στα καλά μου είμαι. Άρχισε, λοιπόν, στο πολύ χαμηλό.
Σκύβει η καϋμενούλα, τι να κάνει, κι άρχισε με την θεία και ολίγον τρεμάμενη φωνή της…. Στις δυο στροφές σταμάτησε: - Φτάνει καπετάνιο;
- Φτάνει Βίκυ μου και σε υπερευχαριστώ. Γέλασε, ξαναπλώθηκε ευχαριστημένη.
- Καπετάνιε, έτσι μου’ ρχεται να σε φιλήσω. Αλλού πήγε το μυαλό μου….
Το θέμα της τακτοποιήθηκε, έλαβα μια υπερμεγέθη ανθοδέσμη και μία πρόσκληση για 4 άτομα για μια βραδιά στο Taboo, ένα ωραίο νυκτερινό κέντρο, κοντά στο Κάραβελ. [/SIZE]