"Παραμύθια της κούκλας " - επεξηγήσεις
Καλημέρα!!!
Δε παραξενεύτηκα καθόλου όταν, ανοίγοντας γιά πρώτη φορά, τη σελίδα σας διάβασα διϊστάμενες απόψεις σχετικά μ' αυτή τη σειρά.
Σκέφτηκα να δώσω κάποια στοιχεία γιά να σας βοηθήσω να δείτε πίσω απ' τις κουρτίνες και, στην καλύτερη περίπτωση να ταξινομήσετε τις τότε αναμνήσεις σας, σε συνδυασμό με ότι έχει "καθήσει από πάνω" μέχρι σήμερα.
[ Επειδή αυτή τη στιγμή βρίσκομαι εκτός σπιτιού και δεν έχω πρόσβαση στο υλικό του αρχείου, δίνω κυρίως το συναισθηματικό κλίμα και όχι ακριβή στοιχεία. Εννοείται ότι μπορείτε να ρωτήσετε ότι θέλετε.
Αν με βοηθήσετε με διάφορες τεχνικές απορίες που έχω, θα βάλω ενδεικτικές φωτογραφίες από τη σειρά. Έχω πολλές και καλές. Τις επόμενες μέρες θα σας ρωτήσω/προτείνω διάφορα πράγματα, ακόμα και γιά το You Tube. Έχω, νομίζω, σχεδόν όλες τις εκπομπές σε βιντεοκασέτες και σκέφτομαι σοβαρά κάτι να κάνω μ' αυτές. Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, αν και η τεχνολογία θα καγχάσει για τις μπετονιές που προσπαθούσαν να κρατήσουν και να διευθύνουν παιχνίδια που δεν ήταν κατασκευασμένα γιά να κινηθούν παρόλ' αυτά, υπάχει μιά σειρά από εσωτερικά νοήματα που δε θίγονται από το πέρασμα του χρόνου και τα γοητευτικά τσαλίμια των τεχνολογικών επιτεύξεων]
Προς το παρόν, ας θυμόμαστε ότι η σειρά βασίζονταν στή σκέψη ότι εμείς, σα παιδιά, σήναμε ένα περιβάλλον με τα παιχνίδια μας, τα κινούσαμε με τα χέρια μας, τους δίναμε φωνή και στήναμε ιστορίες.
Είμαστε λοιπόν κάπου στα 1984 (
. Διευθυντής του τμήματος παιδικών εκπομπών ο Νίκος Πιλάβιος (Παραμυθάς), παλιός φίλων ευαίσθητων εφηβικών εποχών στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται σε μιά περίοδο δημιουργικού οργασμού, μέσα σε μία ΕΡΤ που θέλει, δε ξέρει τι ακριβώς θέλει και δε πολυκαταλαβαίνει αυτά που της προκύπτουν. Ο Νίκος μου προτείνει μιά σειρά όπου μιά ακίνητη κούκλα θα διηγείται παιδικές ιστορίες που θα παίζονται από παιχνίδια. Μου δίνει την κούκλα με το ωχρό πρόσωπο και το βλέμμα που έμοιαζε να βλέπει πίσω απ' τη ζωή, πίσω απο τα πράγματα. Γίνεται ένας πρόχειρος διαγωνισμός, συμμετέχει ακόμα ένας, η δική μου ιστορία κερδίζει και, ξεκινάω...
Έχω πρόσφατα γυρίσει από την πρώτη 9ετή παραμονή μου στη Σουηδία, όπου είχα δουλέψει λίγο με παιδικά προγράμματα στην κρατική τους τηλεόραση. Έχω πολύ όρεξη, ψάχνω να βρω έναν εαυτό που δεν είχα προλάβει να τον βρω στην προηγούμενη ζωή μου στην Ελλάδα.
Με φέρνει σε επαφή με τη φιλική, μυστηριακή και απόμακρη Όλια Λαζαρίδου που η φωνή της με στέλνει σ' εκείνο το σπάνιο πλάσμα, την Έλλη Λαμπέτη.
Μου βρίσκει τους υπόλοιπους συνεργάτες και το μέρος που θα φιλμάρουμε. Ένα ημιυπόγειο στενό χώρο, μπουκωμένο με εκατομμύρια, σκονισμένα παλιοπραγματάκια. Στήνουμε ένα τραπέζι 3Χ2 που πάνω του θα συμβούν τα μύρια όσα...
Έχω στα χέρια μου μόνο μιά ιστορία που δε θα τη χρησιμοποιήσω. Μπαίνω σχετικά ανέμπειρος, σε μιά περιπέτεια παραγωγής που κρέμεται όλη πάνω μου και απαιτεί, σε εβδομαδιαία βάση :
α. μιά ιστορία, της τάξης των 10 ως 15 δακτυλογραφημένων σελίδων,
β. να βρίσκω στην αγορά παιχνίδια που θα τη ζωντανεύουν,
γ. φιλμάρισμα,
δ. μουσική από το Σάκη Τσιλίκη,
ε. εγγραφή διήγησης από την Όλια Λαζαρίδου,
στ. μικροκατασκευές,
ζ. μοντάζ, με την παρουσία μου,
η. εργαστήριο εμφάνισης του φιλμ,
θ. κολλητά, ξεκίνημα συγγραφής της επόμενης ιστορίας
Αυτή η φρενιασμένη διαδικασία κράτησε γιά 52 εβδομάδες, 52 επεισόδια..
Τρέχω σα παλαβός πάνω σ' ένα ηρωικό παπί HONDA που με ΄βγάζει παλληκάρι. Το μυαλό μου τα κατάφερε, δε κλάταρε...
Κανείς δε με ελέγχει, κανείς δεν επεμβαίνει, ο Πιλάβιος δε προλαβαίνει καν να δει τα επεισόδια όταν παίζονται στην οθόνη. Ιδανικές συνθήκες.
Μπαίνω σ' ένα σουρεαλιστικό τοπίο, σε κόσμους που στοιχεία τους υπήρχαν μέσα μου, αλλά δεν είχα προλάβει ποτέ να τα επεξεργαστώ. Το ταξίδι είναι γοητευτικό. Το μυαλό βρίσκεται σε μιά συνεχή υπερδιέγερση, τρέχω από μαγαζί σε μαγαζί παιχνιδιών, ασκούμαι στο να συνδέω αντικείμενα άσχετα μεταξύ τους. Οι αλατιέρες γίνονται καράβια, πειρατές διαμαρτύρονται ότι μουχλιάζουν μέσα σε σιρτάρια, τρελαμένα κοχύλια στριφογυρίζουν λέγοντας στίχους σε ατμόσφαιρες ανάμεσα στον Εγγονόπουλο και τον Ελύτη.
Δεν έχω, ουσιαστικά, συνεργάτες που να μπορούν να με βοηθήσουν καταλυτικά, τα κάνω όλα μόνος μου.
Πολύχρωμες πετσέτες του μπάνιου μεταβάλλονται σε τοπία όπου δραπετεύει ένα μωρό που βαρέθηκε να του πιάνουν, να του σφίγγουν το μάγουλο και να του λεν σαχλαμαρίτσες, όλα τα πρόσωπα των ενηλίκων που σκύβουν πάνω απ' την κούνια του,
ένα απ' τα δάχτυλα του χεριού μου κάνει την προσωπική του επανάσταση, αρνείται να εκτελέσει καθημερινά καθήκοντα και θέλει να κάνει ένα ταξίδι μόνο του,
ο κροκοδειλάκος Μπρακ Σουτζουκίν προσπαθεί να κοροϊδέψει τη μοναξιά του, τραγουδώντας ένα κοντό τραγουδάκι, κάθε πρωί που κάνει το μπάνιο του στη λίμνη. Η μοναξιά του όμως παίρνει το πάνω χέρι και του δημιουργεί αϋπνίες. Πάει στο γιατρό Πετεφρή Αρκουδιάν, αυτός του δίνει σειρές από άχρηστα χάπια και του λέει ότι στα ακροαστικά του ακούει ένα τρένο και στο βάθος του ματιού του βλέπει δυό μικρούς Μπρακ να μαλλώνουν. Διχασμός προσωπικότητας... Προσπαθεί να τον υπνωτίσει, αποτυγχάνει, προσπαθεί να του δώσει μιά μ' ένα...σφυρί για να δει αν θα τον πάρει ο ύπνος, ο Μπρακ διαμαρτύρεται. Του βάζει ένα χωνί στο κεφάλι, λέγοντάς τοπυ ότι θα βοηθήσει στις αϋπνίες. Τα ζώα της περιοχής που τον βλέπαν κάθε μέρα αλλά δε τον πλησιάζαν, συγκεντρώνονται από έναν έξυπνο, αδέσποτο σκύλο και μαζεύονται στο στενό σπιτάκι του Μπρακ, την ώρα που έχει πέσει στο κρεβάτι. Του τραγουδούν ένα συγκινητικό νανούρισμα, που το είπε η γλυκιά φωνούλα της Όλιας, και ο Μπρακ βουλιάζει μέσα στα σκοτάδια ενός βαθιού ύπνου. Το πρωί που ανοίγει τα μάτια του αντικρύζει μιά παιχνιδιάρα κροκοδειλίνα μ' ένα ροζ φιόγκο, τη Σπιρουλί-Σπιρουλό, που του προτείνει να παν μαζί γιά μπάνιο. Από κει και πέρα, η ζωή του Μπρακ Σουτζουκίν αλλάζε άρδην...
φλεγόμενες βάτοι, πηγάδια που ξερνούν φωτιές, άλογα που πηδάν πάνω απ' τα δέντρα, ουράνια τόξα που πέφτουν μέσα σε ποτήρια νερού δημιουργώντας παγωτά, μιά πραγματικότητα γυρισμένη το μέσα -έξω, αυτά ήταν τα "Παραμύθια της κούκλας".
Παιδαγωγική άποψη;
Μεγάλη κουβέντα που αν την αρχίζαμε, δε θα καταλήγαμε πουθενά.
Έχω σπουδάσει παιδαγωγική έξω απ' τη χώρα ας, δουλέψει σε νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια, με χιλιάδες παιδιά, κάθε κατηγορίας και κοινωνικής τάξης. Έφριξα από την κακογουστιά, τις τετράγωνες στεγανές απόψεις, το φόβο και την έλλειψη τόλμης, με αναγούλιασαν τα "χαρούμενα" χρώματα που πρεσβεύουν πως αν βάψουμε τους τοίχους του κόσμου μας με φοσφοριζέ πορτοκαλιά, με εμετικά κίτρινα που βγάζουν μάτι, με ροζ που θυμίζουν αμερικάνικη εφηβεία και κρεβατοκάμαρες του '50, και μοβ που φέρουν λόξυγγα και ανακατωσούρα στο στομάχι, θα φτιάξουμε παιδιά πιό χαρούμενα και πιό αρμονικά. Έτσι έκανε και κάνει ακόμα η ΕΤ και τα σαχλεπίσαχλα ιδιωτικά κανάλια, με τους στρατούς των άσχετων που διευθύνονται από επιτελικά μυαλά, εξίσου αλλοτριωμένα κι αυτά, με πόνους στα σφιγμένα στομάχια τους και επελάσεις εφιαλτών, μόλις τα χαπάκια του ύπνου αναλάβουν δράση.
Δεν υπερασπίζομαι τον εαυτό ου, ούτε τη σειρά "Παραμύθια της κούκλας".
Απλά, πάω κόντρα, όπως πήγαινα πάντοτε. Όπως τότε που ο Φώντας Λαδοπρακόπουλος έστησε και παρουσίασε το τηλεπαιχνίδι "Η αυτοκρατορία των εικόνων" (αυτό είναι μιά άλλη ιστορία).
- Ποιός θα κάνει το σκηνικό; μας ρώτησαν.
- Mα, εμείς βέβαια, όπως πάντοτε, απαντήσαμε μ' ένα στόμα. Το γύρω
φόντο θα είναι μαύρο...
- ΜΑΥΡΟ;;; (κόντεψε να τους φύγουν οι σιαγώνες). Μα, είναι παιδική
εκπομπή...
- Ε, και; τους τη μπήκε ο Λαδοπρακόπουλος. Είπε ο Μωϋσής ότι δεν είναι
πρέπον, ή είναι γραμένο πάνω στα σύννεφα ότι τα παιδιά δεν έχουν σχέ-
ση με το μαύρο;
Tα "Παραμύθια της κούκλας" ήταν εφιαλτικά και προκαλούσαν κατάθλιψη...
Θα πρότεινα τη λέξη " μελαγχολία", αν συμφωνείτε. Λέγοντας "κατάθλιψη" ,
δε χρωματίζουμε με μιά ενήλικη λέξη ένα παιδικό συναίσθημα, εκείνη την
αδιόρατη μελαγχολία που ήταν και είναι μιά φυσική αντίδραση μπροστά σ' ένα
κόσμο που δε τον ξέραμε, δε τον καταλαβαίναμε, νιώθαμε ανίσχυροι/ες να τον
φέρουμε βόλτα και αναρωτιόμαστε για το πως θα βρούμε μιά θέση μέσα του;
Δεν είναι έτσι ότι, αυτά που θυμόμαστε από την παιδική μας ηλικία, αυτά που μας έμειναν στη μνήμη, είναι μελαγχολικά, λυπητερά, άγρια; Αυτά θυμόμαστε αυτά μας διέπλασσαν και μας αποκάθαραν. Οι χαρούμενες στιγμές, οι πλακατζίδικες ιστορίες φεύγουν στα τα πουλιά, εξαερώνονται και αφήνουν μονάχα μιά ευχάριστη γεύση στον ουρανίσκο κι ένα διάφανο πέπλο καπνού που σηκώνεται μέσα στο κεφάλι μας, κάθε που προσπαθούμε να θυμηθούμε...
Ας σκεφτούμε...
Σε τι βοήθησαν όλες οι παιδαγωγικές θεωρίες, οι ατέλειωτες
συζητήσεις, τα χαρούμενα χρώματα, οι φιλελεύθερες απόψεις
και τα αλλεπάλληλα πειράματα, οι ευγενικές και βαλσαμωμένες
κυρίες των παιδικών σταθμών, οι δυναμικές Ελληνίδες γυναίκες
συγγραφείς που λιμαίνονται το χώρο, μασώντας και ξαναμασώντας
τις δικές τους ρομαντικές αναμνήσεις από ένα παρελθόν που οι
αρσενικοί πολιτικοί και οι εργολάβοι φρόντισαν να εξαφανίσουν κάθε
ίχνος του, μέσα στην παρούσα, τη φωτισμένη με τους προβολείς του
ΑΝΤΕΝΑ. πραγματικότητα που καμώνεται πως είναι ζωή;
Πολύ μπλα, μπλα, μπλα...
Οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν αντέχουν τις πολλές κουβέντες. Μικρά και γοργά μηνύματα. "Γιατί να μιλάμε αφού μπορούμε να επικοινούμε;"
'Αλλωστε, η εικόνα του υπολογιστή δεν είναι το καλύτερο μέσο για να διαβάζει κανείς μακρουλά κείμενα.
Σταματώ...
Συνεχίζουμε μόνο αν το θελήσετε εσείς.
ΥΓ. Σας παρακαλώ, έτσι από βάθους καρδιάς, μη με λέτε Κε Κώστα. Σκέτο Κώστα...
Κώστας Λαδόπουλος
κι από το πλάι, Φώντας Λαδοπρακόπουλος