Εχουν περάσει πολλές μα πολλές σαπουνόπερες από την Ελληνική τηλεόραση. Ελληνικές και ξένες. Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ είναι η μόνη που παρακολούθησα ποτέ, η μόνη που περίμενα να έρθει η μέρα να τη δω. Δεν ήμουν φανατική. Είμαι φανατική και θα είμαι φανατική. Έχω δει όλους τους κύκλους, θυμάμαι αρκετές σκηνές ακόμα και τώρα (φυσικά εννοείται ότι δεν θυμάμαι το 70% πια μετά από τόσα χρόνια) αλλά ακόμα και σήμερα θεωρώ σαν αυτή τη σαπουνόπερα δε θα βγει άλλη.
Μου άρεσε γιατί οι ηθοποιοί άντρες και γυναίκες ήταν πολύ γοητευτικοί. Μου άρεσαν απίστευτα τα υπερβολικά ντυσίματα της Αλέξις (η επιτομή του '80), κάθε σκηνή και άλλο ρούχο. Μου άρεσε η ίδια η Αλέξις πολύ περισσότερο από την κρύα Κρυστλ, γοητευόμουν από τη δύναμη και την κομψότητα του Μπλέηκ. Λάτρευα δύο ζευγάρια: Τον γοητευτικό Τζεφ και τη κακομαθημένη Φάλον και τον απίστευτα όμορφο και ανδροπρεπή Ντεξ με την υπέροχη, βραχνή φωνή και την Αλέξις (τι ωραίος άντρας που ήταν!). Αυτά τα δύο ζευγάρια με τις συγκρούσεις και τις αγάπες τους ήταν ο πρώτος λόγος που έβλεπα το έργο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Μου άρεσαν τα υπέροχα κοσμήματα και οι τουαλέτες των κυριών, οι απίστευτες γούνες και οι όμορφες ψηλοτάκουνες γόβες, τα κοστούμια και τα σμόκιν των αντρών και η απίστευτη χλιδή του σήριαλ. Τα σπίτια, τα ξενοδοχεία με τις ροζ μοκέτες σε όλο το πάτωμα, οι μπανιέρες γεμάτες με αφρόλουτρα και τη σαμπάνια δίπλα, τα αυτοκίνητα, τα τζετ, οι πισίνες, τα τζάκια που έκαιγαν χειμώνα-καλοκαίρι, τα τεράστια γραφεία (το βαρύ του Μπλέηκ με τη μεγάλη πολυθρόνα και το γυάλινο της Αλέξις) τα οποία ήταν σε ένα χώρο μεγάλο όσο ένα τριάρι διαμέρισμα, αυτά τα απλά καθημερινά πράγματα.
Αλλά περισσότερο από όλα λάτρευα εκείνο το τραπέζι του πρωϊνού στο σπίτι των Κάρριγκτον. Μα τι τραπέζι ήταν αυτό!!!!!!!!!!!! Πάντα με μια τεράστια σύνθεση λουλουδιών στη μέση και γεμάτο από απίστευτες λιχουδιές τις οποίες δεν άγγιζε κανένας τελικά, διότι κάθε φορά που κάποιος καθόταν στην καρέκλα και ετοιμαζόταν να φάει μια μπουκιά μπρι και λίγο χαβιάρι, κάποιος άλλος ένοικος του σπιτιού έμπαινε μέσα, κάτι του έλεγε και του χαλούσε τη διάθεση. Αποτέλεσμα ήταν να τσακώνονται, να γίνονται μπίλιες και τελικά να μην τρώει κανείς πρωϊνό σε αυτό το σπίτι. Αραγε οι υπηρέτες το φυλούσαν και το ξανασέρβιραν την επόμενη μέρα? Μου έχει μείνει η απορία.
Όπως και να έχει η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ δεν έμεινε τυχαία στην ιστορία. Εμένα προσωπικά με ταξίδευε, χάζευα. Μετά από αυτή την σαπουνόπερα, εγώ δεν μπόρεσα να δω άλλη. Μου φαίνονταν τόσο φτωχές, τόσο μίζερες που ούτε καταδέχτηκα.