Λοιπόν, νομίζω ότι δεν είμαι εκτός θέματος αν περιγράψω για χατήρι των νεότερων γενιών πώς ήταν γύρω στο 1975 τα λεωφορεία, πριν μπουν τα πρώτα χωρις εισπράκτορα. Θα χρησιμοποιήσω για παράδειγμα τη γραμμή 41, Άνω Ιλίσια, που χρησιμοποιούσα εγώ.
Μόνο δίπορτα λεωφορεία έκαναν αυτή τη γραμμή. Με ζήλεια βλέπαμε, πατικωμένοι σαν σαρδέλλες στην αφετηρία (Ακαδημίας, η τελευταία στη νησίδα ) τα τρίπορτα λεωφορεία που έκαναν συγκοινωνία Ζωγράφου και που έρχονταν με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα. Όλων μας τα μάτια ήταν καρφωμένα στη γωνία Μασσαλίας και Ακαδημίας, διότι τότε η Μασσαλίας δεν ήταν πεζόδρομος και το 41 κατέβαινε από εκεί, Συχνά η Ακαδημίας ήταν τόσο πηγμένη που το λεωφορείο δεν μπορούσε να φύγει από τη Μασσαλίας ας είχε πράσινο. Τότε συνήθως άνοιγε τις πόρτες του όταν ήταν ακόμη στη γωνία Μασσαλίας να αδειάσει από τους επιβάτες, οι οποίοι αλλιώς θα έμεναν όμηροι κανένα τέταρτο ακόμη, ώσπου να μπορέσει το λεωφορείο να διασχίσει κάθετα την Ακαδημίας και να στρίψει και να προσεγγίσει την αφετηρία με βήμα σημειωτόν διότι είπαμε, η Ακαδημίας ήταν πηγμένη (δεν υπήρχαν μονά-ζυγά και λεωφορειόδρομοι ακόμη). Κάποιες φορές όμως τύχαινε σαδιστής οδηγός και αρνιόταν ν' ανοίξει την πόρτα μέχρι να φτάσει ακριβώς στην αφετηρία παρά τις εκκλήσεις, απειλές, βογγητά, προσευχές και άλλα μέσα θεμιτά και αθέμιτα που χρησιμοποιούσαν οι άτυχοι επιβάτες.
Στην αφετηρία ήμασταν πάντα στριμωγμένοι. Το 41 έκανε 2 διαδρομές - είτε 41 παλιό (Μιχαλακοπούλου, Νυμφαίου) είτε το 41 νέο (Πανεπιστημιούπολη). Η αναλογία ήταν 2 παλιά - ένα νέο. Και τα δύο στην ίδια αφετηρία. Ο μεγάλος αφεντικός από μέσα απο το κουβούκλιό του στην άκρη της αφετηρίας τράβαγε μια αλυσσίδα για να γυρίσει μια επιγραφή από πάνω του που έλεγε αν το επόμενο λεωφορείο ήταν παλιό ή νέο. Εμένα λίγο μ' ένοιαζε, κατέβαινα στην Τέταρτη στάση όπου οι δυο διαδρομές είχαν ενωθεί, αλλά εκείνοι που έπρεπε να πάρουν μία από τις δύο κοιτούσαν όλο αγωνία τι έλεγε η επιγραφή. Πολλές φορές ο σταθμάρχης δεν θυμόταν ν' αλλάξει την επιγραφή όταν έφευγε το προηγούμενο λεωφορείο, και εκεί που ας πούμε οι πανευτυχείς "παλιοί" έβλεπαν ένα λεωφορείο να σκάει μύτη Μασσαλίας και νόμιζαν ότι τελείωνε το βάσανο της αναμονής (και θα άρχιζε της επιβίβασης), ξαφνικά τραβούσε ο σταθμάρχης την αλυσσίδα, γύρναγε η ταμπέλα, και έβλεπες "Νέο". Κραυγές απόγνωσης από τους "παλιούς", ζμπρώξιμο και τσαλαπάτημα και αγκωνιές από τους "Νέους" που ήταν ακόμη πίσω και έβλεπαν ότι έπρεπε να διασχίσουν μια ασφυκτικά γεμάτη αφετηρία για να φτάσουν στην πόρτα του παράδεισου. Κι άλλες κραυγές απόγνωσης "Σας παρακαλώ να περάσω, πάω νέο". Φυσικά η ταμπέλα δεν φαινόταν από όλα τα σημεία της αφετηρίας, και πάντα υπήρχε μια γηραιά κυρία που για κάποιο περίεργο λόγο νόμιζε ότι εγώ επειδή ήμουνα νέος μπορούσα να δω την αόρατη ταμπέλα "Σε παρακαλώ παιδάκι μου, τι λέει, παλιό ή νέο είναι, γιατί δεν βλέπω", λες κι εγώ έβλεπα.
Τέλος πάντων κάποτε έφτανε το λεωφορείο στην αφετηρία και άνοιγε τις πόρτες του. Οι ορδές των αναμενόντων ξεκινούσαν την έφοδο για κατάληψη μιας καρέκλας πριν κατέβουν οι προηγούμενοι επιβάτες. Οι σαδιστές οδηγοί άνοιγαν τις μπροστά πόρτες να κατέβουν οι επιβάτες και κρατούσαν κλειστές τις πίσω μέχρι που το λεωφορείο ήταν άδειο και μόνο τότε άνοιγαν τις πίσω. Οι υπόλοιποι άνοιγαν όλες τις πόρτες κι άφηναν να γίνει ο χαμός. Διότι φυσικά υπήρχαν πάντα οι έξυπνοι που έμπαιναν από τις μπροστινές πόρτες αγνοώντας την αυστηρή επιγραφή "Μόνον κάθοδος", χώρια εκείνοι που έμπαιναν από το πλάι (αντιγράφω παλιότερη περιγραφή μου "...περάσουν από το στενό διάδρομο μεταξύ του λεωφορείου και των πλαϊνών της στάσης υφιστάμενοι την, ας πούμε, "έντονη κριτική" των νομιμοφρόνων επιβατών από τη μέσα μεριά, που κυμαινόταν από το αυστηρό "Στη σειρά σας κύριε!" μέχρι τις γενικότερες ζωολογικές παρατηρήσεις "Άμα ο άλλος είναι γαϊδούρι περιμένεις φιλότιμο?".)
Έμπαιναν όσοι έμπαιναν, γέμιζε το λεωφορείο, φώναζε ο πρώτος που έμεινε απ' έξω "προχωρήστε να μπούμε κι εμείς", αλλά αν κατάφερνε κι έμπαινε μεσα γύριζε και έλεγε στον πισινό του "μα τι σπρώχνετε κύριε, δεν βλέπετε ότι γέμισε και δεν χωράμε άλλους?". Πάταγε το κουμπί ο οδηγός, τσουφ η πόρτα να κλείσει, ουρλιαχτά τρόμου από κυρίες που βρίσκονταν με ένα πόδι στο σκαλί και τ' άλλο στον αέρα κι η πόρτα έκλεινε να τις διχοτομήσει "Σιγά καλέ θα μας σκοτώσεις", τσαφ η πόρτα ξανάνοιγε, έμπαινε ολόκληρη η κυρία μέσα, τσουφ και φεύγαμε.
Και μας έπιανε το φανάρι της Σίνα. Οπότε πάντα κάποιος καθυστερημένος θα ερχόταν και θα χτύπαγε απαιτητικά την πόρτα για ν' ανοίξει ο οδηγός στη μέση του δρόμου να μπει.
Και εκεί άρχιζε το μαρτύριο του εισπράκτορα. Ο οποίος ξεκινούσε από το μπροστά μέρος του λεωφορείου και προσπαθούσε να βγάλει εισιτήρια. Πως να διασχίσει τη στερεή συμπυκνωμένη μάζα επιβατών που κρέμονταν από τις χειρολαβές, από το σακκάκι του μπαμπά, από όπου έβρισκαν τέλος πάντων? Και έδιναν οι επιβάτες χέρι-χέρι τα δίφραγκα, διότι πώς να φτάσει τις καρέκλες? Και μετά χέρι χέρι αντίστροφη πορεία πήγαινε (συνήθως) το εισιτήριο στον προορισμό του. Και να γίνονται σκηνές απείρου κάλλους με αυτούς που είχαν κατοστάρικο κι απαιτούσαν να τους δώσει 98 ρέστα, με εκείνους που βγάζανε μισό εισιτήριο κι έπρεπε να δείξουν το πάσο τους, μ' εκείνους που (καθισμένοι) έβρισκαν την ώρα κατάλληλη να ξεδιπλώσουν τη μεγαλόσχημη εφημερίδα να διαβάσουν. Κι αναρωτιόσουνα, αυτός που σου βάζει χέρι είναι κανένας ανώμαλος να του ρίξεις μπουνιά ή κανένας δύστυχος που δεν είχε άλλο μέρος να το βάλει? Και να πρέπει να προσέχεις ΕΣΥ πού θα βάλεις τα χέρια σου, μη φας καμιά τσαντιά από καμιά έξαλλη κυρία ή καμιά μπουνιά από κανέναν μουστακαλή (ή κανένα τσακίρικο κλείσιμο ματιού κι άντε μετά να πείσεις ότι δεν είσαι ελέφαντας). Και να προσέχεις πού θα βάλεις τη μύτη σου διότι υπήρχαν κάτι θανατηφόρες μασχάλες... και να φοβάσαι μήπως σε εγκαταλείψει και σένα το αποσμητικό σου. Και να φοβάσαι μη σου βγάλει κανένα μάτι η κυρία με τη βεντάλια ή το περιοδικό με τα οποία έκανε αέρα απειλώντας ότι θα λιποθυμήσει. Και να σε πατάνε όλοι και να πατάς κι εσύ όπου μπορούσες, πόδι ήταν, πάτωμα ήταν, πάτα τώρα που βρήκες χώρο και μη μιλάς. Και να βλέπεις τις χειρολαβές από τις οποίες κρεμόσουνα αν ήσουν τυχερός να είμαι μαύρες από γλίτσα και λέρα και να λες, τώρα να κρατηθω και να πάω από χολέρα ή να μην κρατηθώ και να πάω από πολλαπλά κατάγματα?
Και φτάναμε στην πρώτη στάση, Εθνικό Κήπο. Σιγά μη σταμάταγε ο οδηγός να πάρει άλλους.Πού να χωρέσουν αφού ήταν γεμάτο? Οι αναμένοντες απεγνωσμένοι έκαναν νοήματα, απειλούσαν να πέσουν στις ρόδες για να σταματήσει, έριχναν καμιά μούτζα γιατί δεν σταμάτησε, και περίμεναν το επόμενο για να επαναληφθεί η ίδια ιστορία
Ο εισπράκτορας είχε τελειώσει το μπροστά 1/3 του λεωφορείου.
Επόμενη στάση Ρηγίλλης.
Ο εισπράκτορας είχε αρχίσει να βλέπει από μακρυά την πολυπόθητη θεσούλα του.
Επόμενη στάση Ευαγγελισμός.
Ο εισπράκτορας έκανε τον τελικό κύκλο να εισπράξει από τη φοιτητοπαρέα που ήταν στριμωγμένη κολλητά στο πίσω παράθυρο και μετά έφτανε επί τέλους στη θέση του για να τη βρει κατειλημμένη και να πρέπει να κάνει έξωση στον καταπατητή να κάτσει να πάρει μια ανάσα καθαρό καυσαέριο.
Βέβαια πάντα υπήρχε κάποιος ανίδεος που σε μία από αυτές τις στάσεις είχε πατήσει το κουμπί να κατέβει κι είχε αρχίσει να φωνάζει "Οδηγέ! Γιατί δεν σταμάτησες να κατέβω?" για να εισπράξει ομαδικά την απάντηση από τους πεπειραμένους "Δεν κατεβάζει εδώ κύριε!" και να αναγκαστεί να πάει από Ακαδημία Ρηγίλλης μέσω Χίλτον.
Και στρίβαμε Μιχαλακοπούλου, και φτάναμε στην πρώτη στάση που κατέβαζε - Χίλτον. "Άνοιξε πίσω" να φωνάζει ο εισπράκτορας στον οδηγό, αν δεν είχε φτάσει ακόμη στη θέση του. "Άνοιξε πίσω να κατέβω!" να σιγοντάρουν όσοι πισινοί δεν είχαν καταφέρει, ακολουθώντας πορεία αντίστροφη του εισπράκτορα, να φτάσουν κοντά στην μπροστινή πόρτα να κατέβουν νόμιμα.
Ρετρομάνιακ είναι κάποιος που, όταν μπαίνει στο σχετικά άνετο τραμ ή το μετρό με μια πόρτα πάντα δίπλα του, νοσταλγεί αυτές τις παλιές καλές εποχές.