Ήρθε η ώρα να γράψω μία ακόμα περιπέτεια !
Πριν πολλά χρόνια (βασικά , ποιά χρόνια ; πλέον είναι δεκαετίες ! . . .) το τελευταίο καλοκαίρι πρωτού φύγω για το πανεπιστούμπιο , είμασταν ένα βράδυ μία παρέα από 4 άτομα . Είχαμε παίξει μπάσκετ στο σχολείο μέχρι αργά που νύχτωσε και έφτασε να είναι περασμένες έντεκα . Εκεί που καθόμασταν και ξεκουραζόμασταν , τι ιδέα λέτε πως μου ήρθε στο μυαλό μου ;
Τους λέω ο έξυπνος (το μυαλό μου και μια λύρα !) : "Βρε 'σεις . Δεν πάμε μία βόλτα μέχρι στο νεκροταφείο ; Μέχρι σήμερα όλα τα έχουμε κάνει , μόνο αυτό δεν κάναμε ."
Πάρτα - φέρτα , πάνω - κάτω , τέλος πάντων αποφασήσαμε να πάμε. Ξεκινάμε λοιπόν και εμείς το ταξίδι . Βεβαία , με το πέρασμα του χρόνου η λογική επικρατεί της παρορμήσεως και έτσι αρχίζουν οι ανυσηχίες . Έτσι ο καθένας συνέχιζε να προχωράει με βαριά καρδιά , και εγώ από μέσα μου να καταριέμαι τη μεγάλη μου γλώσσα . Διότι , όπως και να το κάνεις , δε μπορούσα πλέον να πω "όχι" εγώ ο ίδιος που είχα την ιδέα - θα φαινόμουνα και δειλός , ξέρετε .
Η πορεία , που λέτε , συνεχιζόταν και ο καθένας αισθανόταν τα πόδια του όλο και πιο βαριά . Τελικά ήταν θέμα χρόνου μέχρι να λυγίσει ο πρώτος ... ! Έτσι λοιπόν , λέει ένας σε κάποια φάση : "Ρε παιδιά , άσε καλλύτερα . Με πονάει το κεφάλι μου . Αφήστε το για άλλη φορά .'" Αμέσως εμείς οι άλλοι να επιδείξουμε πως ήμασταν ατρόμητοι "Έλα ρε 'συ τώρα ! Άσ'τα αυτά !" Σιγά τα πράγματα δηλαδή , και 'μεις μία από τα ίδια ήμασταν , αλλά ξέρετε τώρα εσεις ... Εν ολίγοις τον επείσαμε να μας ακολουθήσει . Φυσικά αυτός όλο παράπονο . Άλλωστε πια δε μπορούσε να κάνει και αλλιώς - θα σήμαινε πως ξαφνικά του πέρασε ο πονοκέφαλος .
Οπότε η πορεία συνεχίστηκε όλο και πιο αμφιταλαντευόμ... εεε , ήθελα να πω ακλόνητη . Καθώς φτάναμε προς το τέλος της πόλης (όπου ήταν το κοιμητήριο) , λέει ο δεύτερος μία φοβερή ατάκα που , αν μη τι άλλο , πρέπει να την σκεύτηκε πολύ καλα : "Ρε παιδιά , εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο . Με πονάει το πόδι μου . Πού να πάμε τώρα μέχρι εκεί ." ! ! "Μα καλά" , του λέει ο Σάκης , "Τι σε πονάει το πόδι σου εσένα ; αφού είσαι καβάλα σε ποδήλατο !" . "Εεε... έλα τώρα μωρέ , δε μπορώ που σας λέω . Αν θέλεις πηγαίνετε εσείς οι δύο . Εμείς οι δύο θα σας περιμένουμε εδώ" .
Οπότε η αναλογία "Πάμε" - "Δεν πάμε" ξαφνικά μετατράπηκε σε 2 - 2 . Όλα εξαρτιόντουσαν πλέον από την απόφαση του Σάκη . Φυσικά , αν ο Σάκης έλεγε πως δεν ακολουθεί , εγώ με θάρρος θα έλεγα πως θα πήγαινα (και καλά) , αλλά αφού δεν έρχεται και κανένας άλλος τότε τι να πάω να κάνω μόνος . Θα το έπαιζα λίγο στενοχωρημένος (σιιιιιιιιίγουρα) , αλλά θα ενέδειδα στην δημοκρατία .
Έτσι , λοιπόν , παρ'όλο που το έπαιζα ακόμα παλικαράς , από μέσα μου σκευτόμουνα "Πέσε ΟΧΙ , Σάκη , πέσε ΟΧΙ . Σε παρακαλώ , σε ΠΑΡΑΚΑΛΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ..." .
Και ο Σάκης είπε .........
"Ε , καλά . Αφου φοβάστε , εμείς οι δυο θα πάμε και εσείς καθήστε εδώ ."
Εγώ είπα πως θα καταρεύσω . Μέσα στο μυαλό μου έλεγα "Τι λες ρε χριστιανέ ; Είσαι σοβαρός ; Κάθεσαι και ακούς τι λέει ο κάθε βλάκας ! Ποιός σε έπεισε εσένα να κάνεις κάτι τέτοιο ; Δηλαδή αν εγώ είμαι χαζός , πρέπει να είσαι και εσύ ; ! . . ." . Τι να κάνω ... Ξεροκατάπια , συνεκέντρωσα όλο το κουράγιο που μου είχε απομείνει (και προσποιήθηκα για το υπόλοιπο που είχα απολέσει) και ξεκινήσαμε ... "Έχετε γεια βρυσουυύλες - λόγοι χρυσοί ραχουυυυυύλες . Αντίο κόσμε ..." .
Πήραμε το δρόμο και βγήκαμε από την πόλη . Περάσαμε την πινακίδα που έδειχνε το τέλος της πόλεως και συνεχίσαμε προς τον Άδη ... Εδώ , να σημειώσω πως εκείνη την εποχή ανάμεσα στο τέρμα της πόλεως και το κοιμητήριο δεν υπήρχαν άλλα σπίτια ή γενικά κτιίρια , παρά μονάχα μία μάντρα οικοδομικών υλικων . Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει , αλλά τότε ήταν ερημιά .
Καθώς προχωρούσαμε , περάσαμε δίπλα από την μάντρα υλικών . Εγώ είχα ξαναπεράσει από εκεί (φυσικά την ημέρα - εσείς ;ξέρετε πολλούς βλάκες να περνανε από εκεί την νύχτα ; ) και ως εκ τούτου γνώριζα ήδη πως υπάρχει ένας σκύλος φύλακας εκεί . Να σημειώσω , επίσης , πως από την ώρα που βγήκαμε από την πόλη , μιλαγαμε συνέχεια μεταξύ μας και , παρ'όλο που κανένας μας δεν το ανάφερε , το κάναμε για να διατηρήσουμε την αυτοκυριότητά-μας - κοινώς να μην τα παίξουμε από το φόβο μας .
Ενώ προχωράγαμε και μιλάγαμε , ξαφνικά πετάγεται εκείνο το παλιόσκυλο στα σύρματα της περιφράξεως και αρχίζει να γαυγίζει σαν τρελό . Ετυχώς εγώ γνώριζα για δαύτο και δεν πανικοβλήθηκα , οπότε και εφρόντησα να καθισηχάσω και τον Σάκη : "Μην ανυσηχείς Σάκη , αυτό είναι σκυλί της μάντρας , οπότε Σάκη εμ... Σάκη ; Σάκη ; Πού είσαι Σάκη ; Σάκη ;" . Γυρνάω και εγώ και βλέπω τον Σάκη να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση , να φτάνει δίπλα σε ένα κάδο απορρυμάτων και προσπαθεί να ανέβει μέσα !
"Μη Σάκη ! Κατέβα κάτω Σάκη ! Το σκυλί είναι από την άλλη μεριά του φράχτη , δεν μπορεί να βγει έξω ." .
Τέλος πάντων , τα κατάφερα και τον έπεισα πως το σκυλί δεν προέκειτο να μας πειράξει . Και πώς να μας πειράξει άλλωστε ; Εκείνο ήταν το ίδιο φοβισμένο όπως εμείς . Δεν νομίζω να είχε ξαναδεί και άλλη φορά δύο βλάκες μές'τη μέση της νύχτα να τριγυρνάνε εκει πέρα . Ο σκύλος μπορεί και να σκεύτηκε "Τέτοια ώρα όλοι κοιμούνται . Μέχρι και εγώ το ξέρω αυτό . Και μετά σου λένε πως αυτοί έχουν μεγαλύτερη νοημοσύνη από εμάς ." .
Τελικά , μετά από τις παραπάνω περιπέτειες , φτάσαμε στο κατώφλι του κοιμητηρίου ... Πήραμε βαθειά ανάσα και εισήλθαμε ... Το σχέδιο ήταν να μπούμε μέσα από την μία είσοδο και να βγούμε από την άλλη . Τρίχες δηλαδή , η μία απείχε από την άλλη 30 μέτρα (έβλεπαν και οι δύο στον ίδιο δρόμο) .
Αυτό , βρε παιδί-μου , που μου έκανε στην αρχή εντύπωση , ήτανε η ησυχία . Τίποτα . Νέκρα . Το μόνο που κινιόταν ήταν το αεράκι . Πείτε με ψεύτη , πείτε με ρουφιάνο , όμως εγώ το υποστηρίζω : έξω που ήμασταν δεν φύσαγε . Μέσα που μπήκαμε , φύσαγε . Το δεύτερο που παρατήρησα ήταν το κρι - κρι -κρι που ακουγώταν από τα τζάμια στα μνήματα . Πολύ ενοχλητικό . Λες και έτριζαν από μόνα-τους , όχι στο ρυθμό που είχε το αεράκι . Το τρίτο , όμως , και πιο περίεργο , ήταν τα κεράκια στα μνήματα ... Δεν ξέρω ... Σε όλα ήταν αναμένα αρκετά κεράκια . Μπορεί να τα είχαν ανάψει συγγενείς ή κάποιοι άλλοι οι οποίοι νωρίτερα να είχαν έρθει σε κάποια κηδεία , αν και παραήταν περίεργο να είχαν ανάψει τόσα κεριά . Πάντως , ο συνδιασμός του αερακίου , της ησυχίας , του ήχου από τα τζάμια και τα κεράκια , ήταν τροματικός . Χαρακτηριστικώς αναφέρω πως λίγο πριν βγούμε από την άλλη θύρα , ακούστηκε ένα έντονο κρικ - κρικ από κάποιο τζάμι και ο Σάκης παραλίγο να το βάλει πάλι στα πόδια !
Το θυμάμαι ακόμα : ήταν 00:02 όταν βγήκαμε πάλι έξω . Φυσικά δεν αισθανόμασταν ακόμα ασφαλείς και γι'αυτό φροντίσαμε να απομακρυνθούμε με γρήγορα βήματα (έστω και αν κανείς μας δεν το παραδέχτηκε) προς την πόλη . Αξιοπεριέργως , όταν ξαναπεράσαμε από την μάντρα υλικών , ο σκύλος δεν μας ξαναγάβγησε . Ποιός ξέρει ; Ίσως και να σκεύτηκε : "Α , πάλι εκείνοι οι δύο ηλίθιοι . Κάτι τέτοιους δεν αξίζει ούτε να τους γαβγίσεις ." .
Φυσικά , όταν επιστρέψαμε στους άλλους , τα παραφουσκώσαμε τα γεγονότα : "Πήγαμε μέσα" και "ήταν θεοσκότεινα" και "ακούγονταν κάτι περίεργοι θόρυβοι" και "μπήκαμε μέχρι στο βάθος" και "καθυστερήσαμε να βγούμε" και έτσι και αλλιώς και δεν συμμαζεύεται !
Οπότε οι άλλοι να μας λένε : "Οπότε ;" και "Τι έγινε" και "Πω πω !" και "Όχι ρε φίλε !" και "Φοβερό" και πάει λέγωντας !
Στο τέλος , αφού τους πείσαμε πως δεν είμαστε κοινοί θνητοί , φύγαμε για τα σπίτια μας .
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα πολύ καλά . Είχα αποδείξει πως ήμουνα ... ατρόμητος !
Φυσικά μόνο εγώ (και ο Σάκης) ξέρω τι ετράβηξα ...