Ο βοσκός περνάει το πρόβατο απέναντι (αφήνει λύκο με χόρτα). Γυρνάει, παίρνει τα χόρτα, τα πάει απέναντι, παίρνει το πρόβατο και το γυρνάει πίσω, παίρνει τον λύκο, τον πάει απέναντι, τον αφήνει με τα χόρτα, ξαναγυρνάει και παίρνει το πρόβατο (προσωπικά θα έπαιρνα τα χόρτα, θα άφηνα τον λύκο απέναντι μόνο του, θα έσφαζα το αρνάκι, θα έβραζα τα χόρτα, και θα έτρωγα αρνάκι ψητό με χόρτα σαλάτα, μιαμ μιαμ).
Βαριέμαι να σκέφτομαι τα ιεραποστολικά, άλλωστε τι πειράζει να φάνε και κανέναν ιεραπόστολο οι καννίβαλοι?
Αλλά αυτό με τον αστυνόμο Μπέκα και τον πυροβολισμό ισχύει μόνο αν ο ένοικος έμενε στο ρετιρέ
ή ακριβώς από κάτω, διότι αλλιώς το μπαλκόνι του από πάνω ορόφου θα εμπόδιζε πιθανόν τη βροχή να φτάσει όλες τις γλάστρες. Μου έχει συμβεί (να ξεραθούν γλάστρες προστατευμένες από τη βροχή, όχι το έγκλημα). Άρα παρά τη βροχή μπορεί να χρειάζονταν πότισμα κάποια φυτά.
Για τους φυλακισμένους με τα καπέλλα, ξέρουμε τι χρώμα φορούσαν και οι Α και Β, όχι μόνο ο Γ. Μαύρο και οι δύο, οπότε ο Γ ήξερε ότι δεν περίσσευαν άλλα μαύρα γι' αυτόν άρα είχε άσπρο.
Ο ταξιδιώτης πρέπει να ρωτήσει τον έναν αδελφό "Αν ρωτήσω τον αδελφό σου ποιος δρόμος πάει στη θάλασσα ποιον θα μου δείξει?". Και μετά παίρνει τον αντίθετο δρόμο από αυτόν που του δείχνουν. Εύκολα βγαίνει ότι είτε τον ειλικρινή είτε τον ψεύτη ρωτήσει, και οι δυο θα του δείξουν λάθος δρόμο.
Τι κερδίζω?