Σκηνή #1 :
Σκηνικό: Το σαλόνι της οικογένειας Σοφιανού.
Στο χώρο περιφέρεται η κυρία Σοφία, η μάνα της Κατερίνας. Φοράει μια ρόμπα χρώματος πεθαμένου-πευκί (αυτό το συγκεκριμένο πράσινο, που έχουν ορισμένα πεύκα που έχουν «αρρωστήσει» και κοντεύουν να πέσουν).
Στο χέρι της κραδαίνει ένα ροζ «φτερό» και περιποιείται πολυθρόνες, καναπέδες, τραπεζάκια, κλπ.
Το ράδιο είναι ανοιχτό και παίζει Κοντολάζο («Σεισμός, είναι η αγάπη»).
Χτυπάει το κουδούνι.
Κυρία Σοφία (αγχωμένη): Έρχομαι, έρχομαι.
Χάνεται στο χωλ, και επιστρέφοντας στο πλάνο, συνοδεύεται από την ανυπόφορη ψιλομύτα γειτόνισσα Ζανέτ.
Κυρία Σοφία: Πέρασε Ζανέτ μου, κάτσε.
Ζανέτ (κάθεται): Ευχαριστώ κυρία Σοφία μου, αλλά δε θα κάτσω πολύ. Άνοιξε μια νέα μπουτίκ παρακάτω και πάω να χαζέψω. Ήρθα να κάνω ένα τσιγαράκι, να σου πω μια καλημέρα και να φύγω.
Καθώς βγάζει τα τσιγάρα της από την τσάντα της, σταματάει και οσφραίνεται έντονα.
Ζανέτ: Τι μυρίζει έτσι;
Κυρία Σοφία: Πώς έτσι;
Ζανέτ: Κάτι σαν λεβάντα, πατσουλί, ή κάτι αντίστοιχο;
Κυρία Σοφία (χαζογελώντας): Α, την κολώνια μου θα μύρισες.
Ζανέτ (σε απόγνωση): Και τι κολώνια είναι αυτή;
Κυρία Σοφία (ενθουσιασμένη): Μυρτώ! Σου αρέσει; Μου την έφερε η Κατερίνα.
Ζανέτ (με εμφανή αποδοκιμασία): Έλεος κυρία Σοφία μου! Μυρτώ; Σε ποια εποχή βρίσκεσαι ; Μήπως ξεχάστηκες στη δεκαετία του 80 ; Οι σύγχρονες γυναίκες, δε βάζουν πια Μυρτώ. Είναι τρε μπανάλ !
Κυρία Σοφία (απολογητικά): Μα και εγώ, μετά το μπάνιο τη βάζω, Ζανέτ μου.
Ζανέτ: Δε με κατάλαβες. Αυτές οι χύμα κολώνιες, στα τεράστια μπουκάλια, είναι ντεμοντέ. Ξεπερασμένες, πώς το λένε; Θα περίμενα από εσένα, να φοράς μόνο φίνα γαλλικά αρώματα! Ααα, αυτή η κόρη σου, σε έχει χαλάσει πολύ με την τσιγκουνιά της.
Ειρήνη (κάνει αιφνιδιαστικό πέρασμα από το υπνοδωμάτιο, στην κουζίνα): Πες της τα, να μην της τα λέω μόνο εγώ. Τσάο.
Κυρία Σοφία: Μα Ζανέτ μου, αυτά τα αρώματα εισαγωγής, είναι πανάκριβα. Άσε που και τα μπουκάλια είναι πολύ μικρά. Μόνο οι λεφτάδες αγοράζουν γαλλικά αρώματα.
Ζανέτ: Κάνεις λάθος! Δε χρειάζεται να έχεις λεφτά, για να πάρεις γαλλικά αρώματα. Γνωριμίες χρειάζεσαι.
Κυρία Σοφία (απορημένη): Τι εννοείς;
Ζανέτ: Μόνο τα κορόιδα, Σοφία μου, πληρώνουν μια περιουσία, για καλά εισαγόμενα αρώματα. Εγώ έχω μια γνωστή, που θα μας τα δώσει στη μισή τιμή. Τα πιο επώνυμα αρώματα του Παρισιού!
Κυρία Σοφία: Και πώς θα γίνει αυτό;
Ζανέτ: Να, ο άντρας της, είναι χονδρέμπορος αρωμάτων. Αυτή, κάνει συχνά ταξίδια αναψυχής στην Ελλάδα. Και όταν έρχεται, φέρνει και κάμποσα αρώματα, και τα πουλάει, μέσω γνωστών. Έτσι, τα δίνει σε τιμή κόστους. Κατάλαβες;
Κυρία Σοφία: Κατάλαβα. Και που θα τη βρούμε αυτή τη γαλλίδα;
Ζανέτ (κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι, χαμογελώντας): Μην ανησυχείς, θα στη φέρω σπίτι εγώ. Το Σάββατο, στις 6 το απόγευμα. Αλλά, κοίτα, μην την φέρω για ένα άρωμα μόνο. Φέρε και φίλους σου, να πάρουν και αυτοί. Είναι ευκαιρία, σου λέω. Κελεπούρι!
Κυρία Σοφία: Εντάξει, σας περιμένω.
Σκηνή #2 :
Σάββατο απόγευμα, ώρα 18:16ʼ.
Στο σαλόνι της οικογένειας Σοφιανού, είναι μαζεμένοι όλοι οι γνωστοί ήρωες της σειράς.
Επικρατεί μια άνευ-προηγουμένου οχλαγωγία.
Η κάμερα ζουμάρει στη Ζανέτ.
Ζανέτ: Που λες Ειρήνη μου, αυτή η φίλη μου, έχει τα πάντα: Eau de toilette, Eau de parfum …
Κατερίνα (ξυνισμένη) : «Ω, τι συμφορά», προβλέπω !
Ζανέτ: Τι είπες Κατερίνα μου ;
Κατερίνα (ειρωνικά): Τίποτα, η φίλη σου λέω, άργησε.
Χτυπάει το κουδούνι.
Ζανέτ: Αυτή θα είναι. Πάω να ανοίξω.
Ακούγεται διάλογος off-camera, από το χωλ : «Αλό!», «Καλωσήρθες χρυσή μου».
Η Ζανέτ επιστρέφει στο σαλόνι, συνοδευόμενη από μια κομψή κυρία, με κίτρινο φόρεμα, και κίτρινο καπέλο (την υποδύεται η
Λιλή Ντερτήμα). Διασχίζει με χάρη το σαλόνι.
Ζανέτ: Φίλοι μου, να σας παρουσιάσω τη μαντάμ Μονίκ Ντυμπουά, εκ Παρισίων.
Μονίκ: Αλό!
Όλοι: Καλησπέρα.
Η ομήγυρης, έχει κάτσει σαν ξελιγωμένη, γύρω από το τραπέζι του σαλονιού.
Η Μονίκ, εμφανίζει μια αθλητική τσάντα PUMA, την αναποδογυρίζει στο τραπέζι και γεμίζει ο τόπος αρώματα.
Μονίκ (με «γαλλική» προφορά): Έκω φέγει γκια εσάς, τα καλύτεγα αρώματα από το Παγί.
Όλοι πέφτουν μανιασμένοι, αρχίζουν να ανοίγουν και να δοκιμάζουν.
Κώστας (συνάδελφος Κατερίνας, στο γραφείο): Πώ πω, αυτά είναι αρώματα! Όχι σαν τις μάπες που βάζαμε, τόσα χρόνια.
Χαρούλα (του χτυπάει το χέρι): Βγάλε ντε το κουλό σου, να δοκιμάσουμε και εμείς. Ααα! Τέλειο είναι. Θα το πάρω.
Φοίβος (κοιτώντας σα χάνος): Θα πάρω και εγώ ένα! Είναι ευκαιρία!
Χαρούλα (χειρονομεί στον Φοίβο): Να βρε ζεν-πρεμιέ, μη χάσεις!
Ελένη: Ιάσωνα, είναι όλα υπέροχα! Λες και βρίσκεσαι στο Παρίσι! Δεν ξέρω ποιο να πάρω!
Ιάσωνας (καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι): Πάρε δύο αγάπη μου! Τα κάνω εγώ δώρο, στη γυναίκα μου (της πιάνει την πλάτη). Που θα ξαναβρούμε τέτοια ευκαιρία ;
Ζαχαροπούλου: Εγώ θα πάρω τρία!
Ειρήνη: Ε, για σιγά, να προλάβουμε και εμείς κανένα γαλλικό αρωματάκι. Εγώ που είμαι και νέα. Εσείς τι να τα κάνετε ; Γιαγιά, τσοντάρεις δυό χήνες ;
Κυρία Σοφία (γνέφει συγκαταβατικά): Άντε, χαλάλι σου, Ειρήνη μου.
Ειρήνη: Μπράβο γιαγιά μου, είσαι super cool !
Ζανέτ: Ε, αφού πήρατε όλοι, ας πάρω και εγώ, ένα ακόμα.
Κυρ Χρήστος: Έλα Κατερίνα μου, πάρε και εσύ ένα. Στο κάνω δώρο εγώ, για τη επέτειό μας. Που θα ξαναβρούμε τόσο φθηνά, γαλλικά αρώματα!
Κατερίνα (διστακτική): Άντε, καλά. Με παρασύρατε. Θα πάρω και εγώ ένα. Ας προσέξω και λίγο τον εαυτό μου.
Αμαλία («Ξυνή»): Έτσι είναι! Όλα για τη Κατερίνα (μυξοκλαίει). Αυτή θα στα φάει όλα (σκουπίζει τη μύτη της με ένα μαντήλι). Για τη δύσμοιρη την αδελφή σου, τίποτα (λυγμοί)!
Κυρ Χρήστος (χαμογελώντας): Έλα Αμαλία μου! Πάρε και εσύ ότι θες. Δώρο από εμένα.
Αμαλία (συνέρχεται σε χρόνο-ρεκόρ): Ωραία, εγώ θέλω τρία.
Ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι.
Κατερίνα: Περίεργο, ποιος να είναι τέτοια ώρα; Δεν περιμένουμε άλλον.
Ανοίγει την πόρτα και μπουκάρουν δύο αστυνομικοί (τους υποδύονται, ο
Αλέκος Μαυρίδης και ο
Χρήστος Σάββας).
Αστυνομικός #1: Εδώ δε μπήκε πριν λίγη ώρα, μια γυναίκα με κίτρινα;
Αστυνομικός #2: Νάτη! Μαριωρή Τζιόβα, συλλαμβάνεσαι !
Κυρία Σοφία (σαστισμένη): Κάποιο λάθος κάνετε. Δεν υπάρχει καμιά Μαριωρή Τζιόβα, εδώ. Η κυρία είναι από το Παρίσι. Μονίκ Ντυμπουά λέγεται.
Αστυνομικός #2: Εσείς κάνετε λάθος. Η κυρία σας εξαπάτησε. Στις Τζιτζιφιές μένει και κάνει τη γαλλίδα, για να κοροιδεύει τον κόσμο.
Κυρ Χρήστος: Να κοροιδεύει τον κόσμο;
Αστυνομικός #1: Ακριβώς. Ο άντρας της έχει ένα παράνομο αποστακτήριο στον Κολωνό. Παρασκευάζει «μπόμπες» αρώματα, τα βάζει σε «μαιμού» συσκευασίες και τα μοσχοπουλάει σε ανυποψίαστους, ως δήθεν-γαλλικά.
Ζανέτ: Ω, τερίμπλ! (κάνει αέρα, στο πρόσωπό της).
Κυρία Σοφία: Βρε τι πήγαμε να πάθουμε. Ευτυχώς τη γλυτώσαμε, τελευταία στιγμή.
Κατερίνα (έχοντας «φορτώσει»): Μη βιάζεσαι μητέρα. Ακόμα δε γλύτωσες τίποτα. Έλα εδώ. Έλα και εσύ εδώ, Ζανέτ, που είχες και την ιδέα. (αρπάζει ένα μπουκάλι, το ανοίγει και αρχίζει να πετάει μανιωδώς άρωμα, στο πρόσωπο της Κυρα Σοφίας και της Ζανέτ).
Κυρία Σοφία: Σιγά Κατερίνα μου, θα με τυφλώσεις, όχι στο μάτι!
Ζανέτ: Κατερίνα, ηρέμησε! Τρελάθηκες;
Κατερίνα: Ναι, τρελάθηκα, με τις φαεινές ιδέες σας.
«Παρφούμ» δε θέλατε να αγοράσετε; Φούμαρα σας πούλησαν ! Φούμαρα σας πούλησαν !
Τιριριριρι ! (μουσική και τίτλοι τέλους).
Dartacan είπε:
Τα τελευταία βράδυα όταν πέφτω στο κρεβάτι έχω καεί να βλέπω Ρετιρέ και οι μικροστιγμές μεγαλείου είναι άπειρες (άσε που κάνεις ένα τοοοοόσο γλυκό ύπνο αφήνοντάς το να παίζει σε χαμηλή ένταση...)
Σωστός! Ο χαλαρωτικότερος ύπνος, έχει την υπογραφή της ρετιρο-παρέας.