Θυμήθηκα μια χυλόπιττα ξεγυρισμένη που έριξα εγώ κάποτε:
Ήταν μια εποχή αμέσως μετά από τονχωρισμό μου με την τότε γυναίκα της ζωής μου, και είχα πέσει να πεθάνω. Εκείνη την εποχή πήγαινα και σε φροντιστήριο για το πανεπιστήμιο. Λόγω του θέματος (των μαθημάτων), στο τμήμα είμασταν 4 άτομα, εγώ και τρεις κοπέλες. Οι δύο ήταν ιδιαιτέρως όμορφες (και φίλες μεταξύ τους), αλλά φυσικά αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που με ένοιαζε, λόγω της στενοχώριας μου. Ήταν φανερό ότι άρεσα στη μία (η άλλη ήταν έτοιμη να παντρευτεί), αλλά λόγω της δικής μου τυπικής αντιμετώπισης, δεν έλεγε πολλά.
Ένα βράδυ μετά το μάθημα, με ρώτησε αν μπορούσα να την πάρω μαζί μου με το αμάξι μέχρι κοντά στο σπίτι μου επειδή θα πήγαινε σε μια φίλη της. Δεν είμαι μπούφος, ξέρω (και ήξερα) ότι το είχε κανονίσει επίτηδες να πάει, για να την πάω εγώ και να γνωριστούμε λίγο καλύτερα.
Στο αμάξι της μίλησα ελάχιστα, όχι επίτηδες, αλλά πραγματικά είχα άλλα στο μυαλό μου.
Μια άλλη μέρα, έφυγα ξαφνικά από την Αθήνα για δυο-τρεις μέρες, λόγω της στενοχώριας μου επίσης. Νομίζω ότι έχασα ένα ή δύο δίωρα μαθήματα. Όταν επέστρεψα, προσπάθησε να μου πιάσει κουβέντα (μπροστά και στις άλλες δύο) και εδώ είναι το κομμάτι που μου φαίνεται αστείο:
- Πώς και δεν ήρθες, Βαγγέλη;
- Δεν ήμουν Αθήνα.
- Κρίμα που έχασες τόσες ώρες. Δε μου δίνεις το τηλέφωνό σου για να συνεννοηθούμε να αλλάξουμε τις ώρες;
- Δε χρειάζεται.
- Κι αν ξανασυμβεί;
-Δεν θα ξανασυμβεί!
Να πω την αλήθεια, αυτή είναι και η καλύτερη στρατηγική με τις γυναίκες, αν και εκείνη τη φορά δεν το έκανα επίτηδες, απλά είχα τον χωρισμό μου στο μυαλό μου. Για την ιστορία, με κατάφερε να βγούμε κάποιες φορές, αφού έβαλε τα μέσα αρχικά (τη φίλη της) και έμαθε τον λόγο του φτυσίματος.